Χωρίς αμφιβολία το 2026 για την εγχώρια οικονομία εμπεριέχει ένα καθοριστικής σημασίας κομβικό γεγονός: το τέλος της χρηματοδοτικής ένεσης δεκάδων δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης τον Αύγουστο που μας έρχεται.

Όλοι οι θεσμικοί αναλυτές, από την Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι το ΔΝΤ, την Κομισιόν και τους Οίκους Αξιολόγησης, συμφωνούν ότι η ολοκλήρωση μέσα στο 2026 της απορρόφησης πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, αποτελεί καθοριστικής σημασίας γεγονός,  καθώς τα τελευταία χρόνια αποτελεί τον βασικό επενδυτικό βραχίονα της εγχώριας οικονομίας. Και τίποτα – προς το παρόν τουλάχιστον – δεν φαίνεται επισήμως στον ορίζοντα να υποδηλώνει ότι υπάρχει στα σκαριά ένα διάδοχο επενδυτικό σχήμα που να το υποκαθιστά έστω και εν μέρη.

Αυτό δεν αφορά μόνο την ελληνική οικονομία αλλά συνολικά την Ε.Ε. Με την διαφορά ότι για την Ελλάδα η σημασία του, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, μετά την επενδυτική… ξηρασία της περιόδου των τριών μνημονίων, αλλά και της ιδιαιτερότητας της δομής της ελληνικής οικονομίας, είναι καθοριστική τόσο για το δωρεάν σκέλος (επιδοτήσεις), όσο και για το δανειακό.

Σε κάθε περίπτωση όμως το NGEU είναι ένα εργαλείο παρέμβασης με τεράστια σημασία για την Ε.Ε. συνολικά και σαν τέτοιο η ολοκλήρωσή του πρέπει να εξετασθεί αν πέτυχε τον σκοπό του ή πρέπει να συνεχισθεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η Ε.Ε. σαν οικονομική οντότητα, παρά τις ανισομέρειές της, παραμένει για δεύτερο συνεχή χρόνο πολύ κοντά στα όρια της σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης.

Για την Ελλάδα η «αφαίρεση» του Ταμείου Ανάκαμψης, σαν χρηματοδοτικό επενδυτικό εργαλείο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΤτΕ ισοδυναμεί με δραματική πτώση του ρυθμού ανάπτυξης καθώς είναι αυτό που στηρίζει το βασικό επενδυτικό πεδίο δράσης. Εξού και η ανεπίσημη προειδοποίηση από πλευράς ΔΝΤ προς την Αθήνα για τον κίνδυνο «επενδυτικού γκρεμού» με το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και το ερώτημα στις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη, αλλά και σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα είναι γιατί αφού η παρέμβαση αυτή μέσω του NGEU δεν έχει δώσει την ώθηση που προσδοκούσαν οι σχεδιαστές του, δεν σχεδιάζεται μία ακολουθία παρεμβάσεων στην ίδια στρατηγική; Λεφτά υπάρχουν; Προφανώς υπάρχουν όπως αποδεικνύει η απλόχερη δανειοδότηση με 90 δις ευρώ, του κατά τα άλλα ελεγχόμενου για διαφθορά καθεστώτος του Κιέβου. Τα 90 δις ευρώ είναι ένα δάνειο σε μία εμπόλεμη χώρα η οποία κατά πως φαίνεται θα έχει πολύ μεγάλη δυσκολία να τα επιστρέψει, όταν και εφόσον ο πόλεμος αυτός τελειώσει με όρους που να την υποχρεώνουν σε κάτι τέτοιο.

Η χρηματοδότηση του πακέτου της Ουκρανίας – που η κα Φον Ντερ Λάινεν και ο κ. Μέρτς απέτυχαν να καλύψουν με ρωσικά κεφάλαια – θα γίνει με ευρωπαϊκό δανεισμό. Ακριβώς της ίδιας ποιότητας και προέλευσης κεφάλαια με εκείνον που έχει τροφοδοτηθεί το NGEU, με ευρωπαϊκά ομόλογα που εγγυάται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός.         

Λεφτά λοιπόν υπάρχουν το 2026 – 27 για οβίδες, κανόνια και πληρωμές των αξιωματούχων του Κιέβου.

Λεφτά για τις ευρωπαϊκές οικονομίες που βρίσκονται στα όρια της οικονομικής «κάμψης» δεν μπορούν να βρεθούν;

Προφανώς είναι θέμα πρωτοβουλίας των ηγετών των κυβερνήσεων της Ε.Ε. να ασκήσουν τις αναγκαίες πιέσεις για κάτι τέτοιο, μιας και σαν πολιτική και στρατηγική για την ανάκαμψη της οικονομικά ασθμαίνουσας Ε.Ε. σε ένα αβέβαιο διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, έχει ήδη χρησιμοποιηθεί με το NGEU και το Ταμείο Ανάκαμψης.

Το ερώτημα αφορά βέβαια με ιδιαίτερη έμφαση την ζώνη του Ευρώ και το θεσμικό της επιτελείο, το Eurogroup στο οποίο η Ελλάδα έχει πλέον για πρώτη φορά την προεδρία.

Τα Οικονοκλαστικά σε μία σχετική – διακριτική – έρευνα που είχε γίνει στα τέλη Οκτώβρη – αρχές του Νοέμβρη, μεταξύ επιτελικών στελεχών στις Βρυξέλλες, είχε εντοπίσει κάποια «σημάδια» προετοιμασιών για ένα … σήκουελ του Ταμείου Ανάκαμψης. Βέβαια μας είχε διευκρινιστεί τότε ότι δεν πρόκειται για κάτι συγκεκριμένο, αλλά απλώς για σενάρια που γίνονται σε τεχνικό επίπεδο για κάθε ενδεχόμενο, που θα μπορούσε να ζητηθεί στο μέλλον ένας τέτοιος σχεδιασμός.

Ας ελπίσουμε ότι με την ελληνική παρουσία στο Eurogroup, ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να επιδιωχθεί με έμφαση λόγω της αμεσότητας της ανάγκης και να γλιτώσει την εγχώρια οικονομία από τον επερχόμενο «επενδυτικό γκρεμό» μετά τον Αύγουστο του 2026…