Οι προειδοποιήσεις πυκνώνουν. Από τη Φρανκφούρτη έως τη Νέα Υόρκη, από τις αίθουσες των Κεντρικών Τραπεζών μέχρι τα Συνέδρια των επενδυτικών κολοσσών, οι φωνές που μιλούν για υπερβολική ευφορία και φούσκες στις αγορές γίνονται όλο και πιο έντονες.

Κι όμως, οι δείκτες συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Οι επενδυτές, γνωρίζοντας το ρίσκο, συνεχίζουν να «χορεύουν», σε μια ομαδική πορεία προς τον γκρεμό και την άβυσσο, με ρυθμό και… αυτοπεποίθηση.

Η Isabel Schnabel (ΕΚΤ) σε πρόσφατη τοποθέτησή της (ομιλία στην εκδήλωση αποχώρησης του Κλάας Κνότ) ήταν σαφής: οι συμμετέχοντες στις αγορές υποτιμούν τους κινδύνους. Η περίοδος εφησυχασμού που διανύουμε, είπε, μπορεί να τελειώσει απότομα, με «μη γραμμικές» και βίαιες προσαρμογές στις τιμές.

Η προειδοποίησή της έρχεται σε μια συγκυρία όπου τα χρηματιστήρια καταγράφουν νέα ιστορικά υψηλά, παρότι το δημόσιο χρέος παραμένει μη βιώσιμο και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνονται. Τα σχόλια της Schnabel ακολουθούν τις προειδοποιήσεις της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) ότι τα πρόσφατα κέρδη στις χρηματοπιστωτικές αγορές «δεν αντικατοπτρίζουν επαρκώς τους κινδύνους από το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και τη διατάραξη του παγκόσμιου εμπορίου…».

Η Schnabel τόνισε δύο τομείς που αποτελούν κίνδυνο για την οικονομία και τις τράπεζες: τον Μη Τραπεζικό Τομέα και τα Stablecoins. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών έχει ήδη επισημάνει ότι οι αποτιμήσεις δεν αντανακλούν την πραγματικότητα. Κι όμως, η αγορά φαίνεται να θεωρεί ότι «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά».

Από την άλλη, η Goldman Sachs —πυλώνας της ίδιας της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας— στέλνει κι αυτή μήνυμα ανησυχίας. Ο Διευθύνων Σύμβουλός της, David Solomon, προειδοποιεί ότι «μέσα σε ένα ή δύο χρόνια» οι αγορές θα γνωρίσουν πτώση. Η αιτία, κατά τον ίδιο, είναι ήδη γνωστή. Η υπερβολική αισιοδοξία γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη, οδηγεί σε αποτιμήσεις πέρα από κάθε λογική. Επενδύσεις χωρίς πραγματική βάση, «κεφάλαια που δεν θα αποδώσουν», όπως λέει, διογκώνουν μια φούσκα που όλοι βλέπουν αλλά κανείς δεν εγκαταλείπει… Γιατί τα κέρδη —προς το παρόν— συνεχίζονται.

Το ίδιο μοτίβο είχε προηγηθεί με την «νέα οικονομία» του 2000, με τα subprime δάνεια του 2008, με τα κρυπτονομίσματα το 2021. Κάθε φορά όμως, η αίσθηση ότι η τεχνολογία, η ρευστότητα ή η «νέα εποχή» θα αλλάξουν τους νόμους της οικονομίας κατέρρεε βίαια. Και κάθε φορά, η «συλλογική μνήμη» των αγορών αποδεικνυόταν… βραχύβια.

Πρόσφατα και  Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην Αθήνα, προειδοποίησε για μια άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος: τη χαοτική κατάσταση όσο αφορά στην «ρύθμιση» του ψηφιακού χρηματοπιστωτικού τομέα, για την οποία προειδοποίησε και η Schnabel . Τα stablecoins και τα ιδιωτικά ψηφιακά νομίσματα λειτουργούν σε ένα περιβάλλον ρυθμιστικής ασυμμετρίας, όπου το «ρυθμιστικό αρμπιτράζ» —η μεταφορά δραστηριότητας εκεί όπου οι κανόνες είναι χαλαρότεροι— μπορεί να υπονομεύσει τη σταθερότητα του συστήματος.

Ο κ. Στουρνάρας ζητά παγκόσμια εναρμόνιση κανόνων, προτού οι αγορές μεταφέρουν τους κινδύνους έξω από το πεδίο εποπτείας των Κεντρικών Τραπεζών. Μια κατάσταση δηλαδή που πλησιάζει επικίνδυνα μέσα από τα κύματα επέκτασης των αγορών.

Το παράδοξο είναι ότι όλοι γνωρίζουν την ύπαρξη της φούσκας, αλλά ελάχιστοι ενεργούν αναλόγως. Οι επενδυτές παραμένουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στον φόβο της απώλειας ευκαιρίας (FOMO) και στη βεβαιότητα ότι «όσο η μουσική παίζει, θα συνεχίσουμε να χορεύουμε».

Κι έτσι, ενώ οι αποτιμήσεις εκτοξεύονται, τα εισοδήματα μένουν στάσιμα, η παραγωγικότητα δεν ακολουθεί, και η ανισορροπία μεταξύ πραγματικής και χρηματοπιστωτικής οικονομίας βαθαίνει.

Ο χορός συνεχίζεται, αλλά το έδαφος στενεύει. Κάποια στιγμή η μουσική θα σταματήσει — και τότε θα φανεί πόσο καλό ήταν αυτό για όσους είχαν αντιληφθεί ότι χόρευαν στην άκρη του γκρεμού.

Γιατί τότε συνεχίζουν;

Αν όλοι γνωρίζουν τον κίνδυνο, γιατί τότε αυτός ο χορός τόσο κοντά στον γκρεμό συνεχίζεται; Τα Οικονοκλαστικά κατέγραψαν μία σειρά σημαντικών λόγων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας με αφορμή αυτή την τυφλή πορεία.

Η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό ψυχολογικών, δομικών αλλά και πραγματικών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών παραγόντων:

  • Το λεγόμενο «Δίλημμα του Πιο Ανόητου» (Greater Fool Theory). Οι επενδυτές, ακόμα και εκείνοι που αποδέχονται ότι υπάρχει φούσκα, συνεχίζουν να συμμετέχουν με το σκεπτικό ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν σε έναν «πιο ανόητο» επενδυτή σε υψηλότερη τιμή λίγο πριν από την πτώση. Ο φόβος της απώλειας πιθανών μελλοντικών κερδών είναι ισχυρότερος από τον φόβο μιας μελλοντικής, αν και πιθανής, ζημιάς.
  • Ο εθισμός στις «Φιλικές Χρηματοπιστωτικές Πολιτικές» των νομισματικών αρχών. Οι αγορές έχουν μάθει στα τελευταία 15 χρόνια – μετά το 2008 – ότι οι Κεντρικές Τράπεζες είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επέμβουν ως ο σωτήρας της τελευταίας στιγμής (lender of last resort) σε περίπτωση κρίσης. Αυτό το  αποκαλούμενο «Fed put» δημιουργεί ένα περιβάλλον, όπου οι επενδυτές αναλαμβάνουν περισσότερο ρίσκο με την πεποίθηση ότι η Fed και οι Κεντρικές Τράπεζες οριζόντια, θα σώσουν την κατάσταση εάν κάτι πάει στραβά. Ακόμη και τώρα, με τον πληθωρισμό πάνω από τον στόχο, οι αγορές ελπίζουν και ποντάρουν σε μειώσεις των επιτοκίων, τροφοδοτώντας περαιτέρω αυτή την αβάσιμη ευφορία.
  • Η έλλειψη ελκυστικών επενδυτικών εναλλακτικών. Σε ένα περιβάλλον όπου τα «αποταμιευτικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις έως και αρνητικές αποδόσεις (π.χ. στην Ελλάδα) και τα ομόλογα αντιμετωπίζουν τις δικές τους προκλήσεις λόγω του υψηλού χρέους, οι μετοχές φαίνονται σε πολλούς ως η μόνη επιλογή για επαρκείς αποδόσεις, Αυτό σπρώχνει κεφάλαια προς την αγορά ακόμα και όταν οι αποτιμήσεις φαίνονται ασύλληπτα υψηλές.
  • Η δυναμική της Τεχνολογικής Επανάστασης. Η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) θεωρείται από πολλούς ως μια επαναστατική τεχνολογία, συγκρίσιμη με την έλευση του Διαδικτύου. Σε τέτοιες περιόδους, οι επενδυτές συχνά συγχωρούν την έλλειψη κερδών στο παρόν, μπροστά στην υπόσχεση μελλοντικής εκθετικής ανάπτυξης και κερδοφορίας. Αυτό δημιουργεί ένα επενδυτικό αφήγημα απότομων ανατροπών που μπορεί να ξεπεράσει τις παραδοσιακές μεθόδους αποτίμησης για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα.

Η λογική των αγορών

Το συμπέρασμα είναι ότι οι αγορές δεν λειτουργούν ορθολογικά και βάσει απόλυτης λογικής, αλλά βάσει «συναισθημάτων», παγίδων ψυχολογίας και αλλά και δομικών χρηματοπιστωτικών και νομισματικών κινήτρων.

Η τρελή άνοδος δεν αναιρεί τις προειδοποιήσεις. Αντίθετα, τις ενισχύει. Δείχνει μια κατάσταση όπου ο φόβος της απώλειας ευκαιρίας, έχει κατά κράτος επικρατήσει του φόβου της απώλειας κεφαλαίου.

Όπως προειδοποίησε η Schnabel, «δεν θα ήταν η πρώτη φορά» που οι αγορές υποτιμούν τους κινδύνους.

Η πρόβλεψη του D. Solomon για διόρθωση εντός 1-2 ετών δεν είναι ημερομηνία λήξης, αλλά μια υπενθύμιση ότι οι νόμοι της οικονομικής βαρύτητας… δεν έχoyn ακυρωθεί. Το ενδιαφέρον αυτής της εκτίμησης του Sοlomon είναι ότι διαβάζεται μεν σαν προειδοποίηση, αλλά ταυτόχρονα ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της αγοράς φροντίζει να δώσει χρόνο ακόμα για ένα – δύο έτη!

Όταν όμως τα κεφάλαια που «δεν θα αποφέρουν αποδόσεις» αρχίσουν έμπρακτα να το αποδεικνύουν αυτό, το «συναίσθημα» μπορεί να αλλάξει «πολύ γρήγορα».

Μέχρι τότε, το παράδοξο της φούσκας, που όλοι βλέπουν αλλά κανείς δεν φεύγει παρ’ ότι δεν θέλει να είναι εκεί όταν σκάσει, συνεχίζει να καθορίζει την πορεία των αγορών.

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας