Μερικά 24ωρα μετά τις εξαγγελίες των οικονομικών μέτρων στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), μία περισσότερο ψύχραιμη και αντικειμενική προσέγγιση επιτρέπει κάποια συμπεράσματα που προκαλούν πολιτικά ερωτηματικά.
Η οριζόντια μείωση των φορολογικών συντελεστών, βασικός άξονας των οικονομικών μέτρων που εξαγγέλθηκαν στην ΔΕΘ από τον Πρωθυπουργό, δεν αποτελεί απλώς μια δέσμη οικονομικών μέτρων. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ταυτόχρονα μια πολιτική δήλωση με προεκλογικό βάρος και συγκεκριμένο κοινό-στόχο.
Το οικονομικό αποτέλεσμα της βασικής αυτής αλλαγής – φαίνεται καθαρά από τα οικονομικά παραδείγματα εφαρμογής του – δείχνει πως οι περισσότερο ωφελημένοι είναι σαφώς όσοι βρίσκονται στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Π.χ. ενώ κάποιος με εισόδημα (μισθωτός ή όχι) με 15.000 ευρώ κερδίζει μόλις 120 ευρώ, ενώ ένας αντίστοιχος με εισόδημα 45.000 ευρώ επωφελείται 900 ευρώ. Ακόμη πιο χαρακτηριστικές είναι οι εκπτώσεις για πολυμελείς οικογένειες με υψηλά εισοδήματα, που φτάνουν τα 4.850 ευρώ.
Αυτά προφανώς δεν είναι μέτρα που ανακουφίζουν αυτούς που χτυπάει η ακρίβεια, χαμηλόμισθους ή χαμηλομεσαία στρώματα που βρίσκονται στα όρια. Αντίθετα, ενισχύουν κυρίως την ανώτερη μεσαία τάξη και τους οικονομικά ισχυρότερους.
Έτσι το ερώτημα, που προκύπτει είναι αν η στόχευση αυτή μπορεί πράγματι να αποδειχθεί εκλογικά επαρκής (εκλογές 2027) ή αν αποκαλύπτει τα όρια μιας στρατηγικής που ποντάρει περισσότερο στη συγκρότηση κάποιων «πυρήνων» εκλογικής βάσης, παρά στην πλειοψηφική απεύθυνση.
Η στρατηγική πίσω από τα μέτρα
Με άλλα λόγια από αυτήν την οπτική, τα μέτρα φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση να «πάσχουν», να το πούμε έτσι, διαβάζοντάς τα άμεσα εκλογικά. Δεν απευθύνονται στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων, οι οποίοι βλέπουν καθημερινά τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται από τις τιμές στα βασικά αγαθά και το μόνιμο βάσανο της ενεργειακής ακρίβειας. Αν για παράδειγμα η κυβέρνηση επιδίωκε ένα μέτρο καθολικής απεύθυνσης, θα είχε προτιμήσει προοδευτικές φορολογικές ελαφρύνσεις ή για να το πούμε διαφορετικά πιο γενναιόδωρη ενίσχυση των χαμηλών και χαμηλομεσαίων εισοδημάτων.
Αυτή είναι μία άμεση «ανάγνωση».
Θα μπορούσαμε όμως να δούμε και μία διαφορετική, όπως σημειώσαμε λίγο πριν.
Η στρατηγική πίσω από τις εξαγγελίες στην ΔΕΘ, δεν επιδιώκει τη «συμπερίληψη» όλων, αλλά αντίθετα στοχεύει στο να συγκροτήσει έναν σκληρό, «ευκατάστατο» πυρήνα στήριξης, στον οποίο θα στηριχθεί για να διεκδικήσει «συνεργασίες» από θέση ισχύος μετά τις εκλογές.
Μια στρατηγική δηλαδή η οποία θα μπορούσε να ποντάρει σε μια μειοψηφική τακτική πολιτικής επιβίωσης, δεδομένης της φυσιολογικής και ήδη σαφώς διαφαινόμενης φθοράς.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο επιχειρεί να κρατήσει σταθερούς τους πιο εύπορους και μορφωμένους ψηφοφόρους των μεγάλων αστικών κέντρων, αυτούς που μπορούν να της εξασφαλίσουν μια κατ’ αρχήν μειοψηφική αλλά σταθερή εκλογική βάση, με την οποία στη συνέχεια να επιδιώξει διεύρυνση μετεκλογικά μέσω συνεργασιών ή της φθοράς των αντιπάλων.
Οι ανεξέλεγκτοι παράγοντες
Προφανώς το πολιτικό ρίσκο μιας τέτοιας στόχευσης σε ένα περιβάλλον όπου η «ακρίβεια» και η «κοινωνική δικαιοσύνη» αποτελούν πρώτιστα ζητήματα για τη μεγάλη πλειοψηφία, η επιλογή να «αγνοηθούν» οι χαμηλόμισθοι και τα ευάλωτα νοικοκυριά δίνει στην αντιπολίτευση ένα ισχυρό επιχείρημα. Ότι δηλαδή η κυβέρνηση προστατεύει συστηματικά τους λίγους και τους ισχυρούς.
Από την άλλη όμως η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η εικόνα «υπεύθυνης διαχείρισης» και η στοχοποίηση της ανώτερης μεσαίας τάξης ως φορέα σταθερότητας και οικονομικής αντοχής, θα λειτουργήσουν ως ισχυρό και ασφαλές πολιτικό αντίβαρο. Ιδιαίτερα αν τα ευρωπαϊκά κονδύλια (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, SAFE, κ.λ.π.) και η γενικότερη πορεία της οικονομίας παραμείνουν σε θετικό έδαφος.
Με άλλα λόγια, η στόχευση και η πολιτική απεύθυνση των μέτρων θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι δεν είναι απλά «στενή», αλλά συνειδητά και σκόπιμα επιλεκτική.
Δεν επιδιώκει να καλύψει την πλειοψηφία. Επιχειρεί να επενδύσει στη διαμόρφωση ενός εκλογικού «στρατηγείου» με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά, αφήνοντας την υπόλοιπη πολιτική γεωγραφία να κριθεί από την εκλογική αριθμητική και τις πιθανές συμμαχίες.
Το ερώτημα αν αυτή η στρατηγική θα αποδειχθεί επιτυχής ασφαλώς δεν μπορεί να απαντηθεί από τώρα.
Πολύ περισσότερο που το εσωτερικό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά ευάλωτο στις «εξωτερικές» εξελίξεις που αποκτούν ραγδαίους ρυθμούς…
Βέβαια το αποτέλεσμα θα κριθεί ή για την ακρίβεια θα επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό και από το αν η κυβέρνηση καταφέρει να επικοινωνήσει θετικά τις φορολογικές αλλαγές, να τους δώσει «διορθωτική» συνέχεια και να πείσει πως εκπροσωπεί ευρύτερα τη «μεσαία τάξη», όπως η ίδια την ορίζει.
Αν, αντίθετα, κυριαρχήσει η εικόνα ότι οι φορολογικές αλλαγές αφορούν μια μικρή μειοψηφία και καθόλου στη μεγάλη πλειονότητα, τότε οι κάλπες θα μετατραπούν σε δημοψήφισμα για την ακραία εισοδηματική και κοινωνική ανισότητα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μάχη δεν θα κριθεί στους αριθμούς των φορολογικών εντύπων, αλλά στη συνείδηση και την αντιληπτική ικανότητα του εκλογικού σώματος, που θα αποφασίσει αν η κυβέρνηση επέλεξε στρατηγικά, ή απλώς… λανθασμένα.