Τι αποκάλυψε χθες σε συνέδριο για την αμυντική βιομηχανία ο κοινοτικός επίτροπος άμυνας, Κουμπίλιους
Το νούμερο των αμυντικών δαπανών τις οποίες πρέπει να κάνουν οι χώρες – μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προκειμένου να φτάσουν στο 3% του ΑΕΠ τους (ούτε καν στο… 5% που προβλέπει το ΝΑΤΟ) αποκάλυψε χθες (9.10.2025), ο Ευρωπαίος Επίτροπος Άμυνας Άντριους Κουμπίλιους.
Συγκεκριμένα, μιλώντας εκ μέρους της Κομισιόν της ΕΕ, στο Συνέδριο της Ρίγας «Βαθύτερη Εξέταση: Στρατηγικές Επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία» ο αποκάλυψε πως «γενικά, η δημοσιονομική προοπτική (σ.σ. των αμυντικών δαπανών της ΕΕ) θα έχει αρχικά 800 δισ. ευρώ επιπλέον που θα επενδυθούν έως το 2030. Από αυτά τα 800 δισ. ευρώ αφορούν σε «δάνεια SAFE 150 δισ. ευρώ θα φτάσουν στα κράτη μέλη από τις αρχές του επόμενου έτους, ενώ από τη ρήτρα διαφυγής θα μπορούν να διατεθούν επιπλέον 650 δισ. ευρώ σε εθνικές αμυντικές δαπάνες έως το 2030. Και συνολικά 2,5 τρισ. ευρώ κατά την περίοδο (2026 – 2030) ή 4,2 τρισ. ευρώ κατά την περίοδο (2028 – 2035), εάν κατά μέσο όρο επιτευχθεί 3% στις δαπάνες το 2028 – 2035»
«Πρόκειται για μια πραγματική οικονομική “μεγάλη έκρηξη”», δήλωσε ο Κουμπίλιους. «Το επόμενο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής (σ.σ. Νέος Κοινοτικός Προϋπολογισμός) για την περίοδο 2028 – 2035 θα έχει 131 δισ. για την άμυνα και το διάστημα· 5 φορές περισσότερο από ό,τι κατά την περίοδο 2021 – 2028», ανέφερε ο ίδιος.
Το Δάνειο Αποζημίωσης από τη Ρωσία
«Παρόλα αυτά, ελπίζουμε ότι η στρατηγική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την ειρήνη στην Ουκρανία θα είναι επιτυχής, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για διαφορετικά σενάρια.
Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πιθανή απόφαση της ΕΕ για το «Δάνειο Αποζημίωσης» είναι τόσο σημαντική – η αποστολή ενός σήματος ότι η άμυνα της Ουκρανίας θα ενισχυθεί από το συνολικό ποσό των ρωσικών παγωμένων περιουσιακών στοιχείων μπορεί τελικά να πείσει τον Πούτιν ότι δεν θα πετύχει τίποτα ουσιαστικό στον πόλεμό του εναντίον της Ουκρανίας και ότι είναι καλύτερο να σταματήσει αυτός ο πόλεμος τώρα.
Το γεγονός ότι μας λείπει μια πολιτική στρατηγική για την ειρήνη στην Ουκρανία μπορεί να σχετίζεται με το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουμε επενδύσει το πολιτικό μας κεφάλαιο σε κανενός είδους μακροπρόθεσμη στρατηγική απέναντι στη Ρωσία.
Το έλλειμμα μιας τέτοιας στρατηγικής μας αφήνει στην κατάσταση όπου αφενός διστάζουμε να δείξουμε την ισχυρότερη υποστήριξή μας στην Ουκρανία επειδή φοβόμαστε ότι ο Πούτιν θα αντιδράσει με κλιμάκωση, και αφετέρου φοβόμαστε ότι η αποφασιστική νίκη της Ουκρανίας μπορεί να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς του Κρεμλίνου και αυτό μπορεί να φέρει γενικό χάος στη Ρωσία.
Αυτό φέρνει τον φόβο ότι ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων μπορεί να χαθεί μέσα στο χάος και ένας τέτοιος φόβος μας εμποδίζει να δώσουμε ισχυρότερη υποστήριξη στην Ουκρανία», επισήμανε ο κοινοτικός επίτροπος άμυνας Κουμπίλιους.
Οι προτεραιότητες
«Το 2028 – 2035, οι εθνικές αμυντικές δαπάνες (4 τρισ. ευρώ) θα είναι 80 φορές μεγαλύτερες από την επόμενη κατανομή του Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής για την άμυνα (50 – 60 δισ. ευρώ). Τα προγράμματα αμυντικής βιομηχανίας θα αρχίσουν να λειτουργούν από τις αρχές του 2026. Ολόκληρο το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Ουκρανία και την ολοκλήρωση της αμυντικής βιομηχανίας.
«Πρέπει να θυμόμαστε: Οι εθνικές αμυντικές δαπάνες δεν ρυθμίζονται. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει το EDIP (European Defence Industry Programme – Eυρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας) μόνο για να δώσει κίνητρα στα κράτη μέλη να δαπανούν περισσότερα, καλύτερα, ευρωπαϊκά» σημείωσε ο κοινοτικός επίτροπος Άμυνας. «Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα – πώς να χρηματοδοτήσουμε την υλοποίηση, μπορούμε να δούμε ότι έρχονται μεγάλοι οικονομικοί πόροι. Η κύρια πρόκληση στο στάδιο της χρηματοδότησης – πώς να έχουμε οικονομικούς πόρους όχι το 2035, αλλά πριν από το 2030, και ιδιαίτερα το 2026 – 2030».
Προτάσεις
Ο Κουμπίλιους ανέφερε και «μερικές προτάσεις» σχετικά με το τι σημαίνουν το «στάδιο υλοποίησης» και οι νέες οικονομικές ευκαιρίες για τις χώρες της Ανατολικής Ακτής και για τα μικρότερα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Λετονία ή η Λιθουανία.
«Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις νέες ευκαιρίες για την περιοχή μας, ας έχουμε κατά νου διάφορους παράγοντες:
- Η άμυνα θα παραμείνει βασική προτεραιότητα για την ΕΕ για τα επόμενα 5 – 10 χρόνια·
- η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων των χωρών της Ανατολικής Πτέρυγας των συνόρων θα είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες για την αμυντική πολιτική της ΕΕ·
- οι χώρες της Ανατολικής Ακτής έχουν το όφελος να μάθουν από την Ουκρανία και να κάνουν άμυνα μαζί «με την Ουκρανία»·
- να μάθουν όχι μόνο για τις σύγχρονες αμυντικές τεχνολογίες, αλλά και για το πώς να χτίσουν ένα σύγχρονο αμυντικό «οικοσύστημα»·
- περιφερειακά έργα όπως το «Τείχος των Drones» και η Παρακολούθηση της Ανατολικής Ακτής θα έχουν καθεστώς ευρωπαϊκών εμβληματικών έργων.
Θα αναπτυχθούν από κοινού με την Ουκρανία και θα μάθουν από την Ουκρανία:
- για τη σημασία της τοπικής παραγωγής drones και οργάνων ηλεκτρονικού πολέμου·
- τη σημασία της δημιουργίας τοπικών ομάδων· σημασία της δημιουργίας τοπικού οικοσυστήματος·
Για να χτίσουμε ένα «Τείχος των Drones» θα πρέπει να «σπάσουμε ένα παλιό Τείχος» στη νοοτροπία μας – να είμαστε ανοιχτοί στον εκσυγχρονισμό του πολεμικού δόγματος·
Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις θα πρέπει να θεωρούνται κινητήριες δυνάμεις εκσυγχρονισμού».
Ο Κουμπίλιους υποστήριξε μια «κοινή πλατφόρμα ΕΕ – Ουκρανίας “BRAVE-TECH-EU” – την οποία πρόσφατα δημιουργήσαμε ως μέσο για να φέρουμε την ουκρανική αμυντική καινοτόμο νοοτροπία πρώτα απ’ όλα στην περιοχή μας και αργότερα σε ολόκληρη την ΕΕ.
Τα κράτη της Βαλτικής (παραμεθόριες χώρες) έχουν όλες τις δυνατότητες να ηγηθούν ως υποστηρικτές του αμυντικού εκσυγχρονισμού.
Τα άρματα μάχης θα συνεχίσουν να παράγονται στη Γερμανία. Αλλά η παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών και συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου μπορεί να επικεντρωθεί στη Λετονία και σε άλλα κράτη της Βαλτικής, εάν επιδείξουμε έξυπνη ηγεσία.
Οι πολιτικοί από τα κράτη της Βαλτικής θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν στην προώθηση της ευρύτερης ατζέντας του αμυντικού μας εκσυγχρονισμού – όχι μόνο πώς να ενισχύσουμε την υλική αμυντική ετοιμότητα ολόκληρης της ΕΕ, αλλά και: πώς να ενισχύσουμε την θεσμική και πολιτική αμυντική μας ετοιμότητα, πώς να συμπεριλάβουμε την Ουκρανία στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και πώς να αμυνθούμε από υβριδικές επιθέσεις, την πολιτική μας βούληση να αμυνθούμε».
Το πλάνο του επανεξοπλισμού
«Οι στόχοι ικανότητας του ΝΑΤΟ που συμφωνήθηκαν πρόσφατα μεταξύ του ΝΑΤΟ και των κρατών μελών αποτελούν τη βάση για τον σχεδιασμό του τι πρέπει να παραδοθεί έως το 2030», σημείωσε ο Κουμπίλιος, εξηγώντας πως «πρέπει να θυμόμαστε ότι προς το παρόν έχουμε μόνο το 50% αυτού που χρειαζόμαστε πριν από το 2030 σύμφωνα με τους νέους στόχους ικανότητας.
Το «τι να παραδώσουμε» μπορεί να χωριστεί σε 3 διακριτές ομάδες οπλικών συστημάτων, τα οποία πρέπει να παραχθούν και να προμηθευτούν:
- παραγωγή παλαιών συστημάτων (αυτό που παράγουμε τώρα)·
- ανάπτυξη ευρωπαϊκών «νέων συστημάτων» (τα οποία παράγονται παγκοσμίως, αλλά όχι στην Ευρώπη: δυνατότητες βαθιάς επίθεσης)·
- εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων κατά μήκος του εκσυγχρονισμού των πολεμικών δογμάτων (τα μαθήματα της Ουκρανίας).
Επίσης, πρέπει να δούμε τη διαφορά: πώς να διαχειριστούμε τη μαζική παραγωγή παλαιών όπλων, πώς να αποκτήσουμε δυνατότητες που σχετίζονται με Στρατηγικούς Ενεργοποιητές και πώς να υλοποιήσουμε μεγάλα πολυεθνικά εμβληματικά έργα σε περιφερειακή ή ευρωπαϊκή κλίμακα.
Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, «πώς να υλοποιήσουμε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο;», η πρόκληση είναι να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία: ποιον ρόλο στη διαχείριση μιας «μεγάλης έκρηξης» θα πρέπει να διαδραματίσουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, ο Ύπατος Εκπρόσωπος και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας.
Τα κράτη μέλη έχουν ισχυρές ιστορικές πεποιθήσεις ότι η άμυνα είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και θέλουν να κρατήσουν όλες τις αποφάσεις σχετικά με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας στα χέρια τους, αλλά αυτό δυσκολεύει την επίτευξη πιο κεντρικού σχεδιασμού, περισσότερων κοινών προμηθειών, για το ευρωπαϊκό αμυντικό επίπεδο, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η Επιτροπή και άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ διαδραματίσουν πιο ενεργό ρόλο στο στάδιο της παράδοσης.
Απαιτείται επίσης μια πιο κεντρική και ευρωπαϊκή προσέγγιση, προκειμένου να ξεπεραστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία είναι πολύ κατακερματισμένη (λόγω της κατακερματισμένης αμυντικής πολιτικής), δεν διαθέτει αρχές ενιαίας αγοράς και καθιστά την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία λιγότερο ανταγωνιστική στις παγκόσμιες αγορές», σημείωσε ο ίδιος.