Σε 6,58% του συνόλου των δαπανών της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκαν οι ροές της Ελλάδας το 2024 προς την άμυνα, σύμφωνα με ανάλυση του ΚΕΠΕ, η οποία αξιοποιεί τα συγκρίσιμα στοιχεία της βάσης SIPRI.
Πρόκειται για μέτρηση επί των συνολικών δαπανών του προϋπολογισμού, διαφορετική από το γνωστό ποσοστό επί του ΑΕΠ, και τοποθετεί την Ελλάδα σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27, που κινείται στο 4,32%, όσον αφορά τις δαπάνες για την άμυνα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο ποσοστό περιλαμβάνονται όλες οι τρέχουσες και επενδυτικές δαπάνες που συνδέονται με την άμυνα, όπως μισθοδοσία εν ενεργεία προσωπικού και εργοδοτικές εισφορές, λειτουργικές και συντηρητικές δαπάνες (καύσιμα, ανταλλακτικά, εκπαίδευση, υποστήριξη συστημάτων), προμήθειες και αναβαθμίσεις οπλικών συστημάτων και λοιπού εξοπλισμού, στρατιωτικές υποδομές και κατασκευές, αμυντική έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και δαπάνες/εισφορές σε διεθνείς στρατιωτικές αποστολές ή κοινή χρηματοδότηση, στον βαθμό που εγγράφονται στον προϋπολογισμό άμυνας.
Το ΚΕΠΕ παραπέμπει στη μεθοδολογία του SIPRI και σημειώνει ότι αυτή διαφέρει από του ΝΑΤΟ σε επιμέρους σημεία.
Ωστόσο, το 6,58% δεν περιλαμβάνει παροχές και συντάξεις αποστράτων και βετεράνων όταν τηρούνται εκτός του προϋπολογισμού άμυνας, πολιτική άμυνα/πολιτική προστασία και εσωτερική ασφάλεια, καθώς και δαπάνες «διττής χρήσης» που δεν έχουν χαρακτηριστεί ρητά ως στρατιωτικές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης η Ελλάδα
Η ανάλυση του ΚΕΠΕ ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα παραμένει διαχρονικά στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης ως προς την ένταση των αμυντικών δαπανών, όχι μόνο σε όρους ΑΕΠ αλλά και ως μερίδιο επί των συνολικών δημοσίων δαπανών.
Η κατάταξη του ΚΕΠΕ φωτίζει και τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Ως ποσοστό των κρατικών δαπανών, υψηλότερα από την Ελλάδα κινούνται το 2024 η Πολωνία (περίπου 8,47%), η Λιθουανία (7,92%), η Εσθονία (7,51%) και η Λετονία (7,49%). Στον αντίποδα, πολύ χαμηλά τοποθετούνται η Ιρλανδία (1,00%), η Μάλτα (1,28%), η Αυστρία (1,85%), το Λουξεμβούργο (1,99%) και το Βέλγιο (2,36%).
Με άλλα λόγια, το ελληνικό 6,58% δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά μέρος μιας ευρύτερης ανακατανομής πόρων στην Ευρώπη, όπου τα κράτη – μέλη αφιερώνουν ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι των προϋπολογισμών τους στην άμυνα.
Τι δαπανά η Ελλάδα και πού
Την τελευταία εικοσαετία η χώρα εμφανίζει από τους υψηλότερους μέσους όρους στην ΕΕ. Το 2021 οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν περί το 3,8% του ΑΕΠ και το 2022 στο 4%. Η πρωτιά αυτή δεν είναι συνεχής, καθώς το 2019 προηγείται η Βουλγαρία, ενώ το 2023 και το 2024 η Πολωνία ανεβαίνει αισθητά (περίπου 3,27% και 4,15% αντίστοιχα), με Εσθονία και Λετονία επίσης πάνω από την Ελλάδα το 2024.
Στο σκέλος των ανθρώπινων πόρων, η Ελλάδα καταγράφει σταθερά το υψηλότερο ποσοστό στρατιωτικού προσωπικού ως προς τον πληθυσμό μεταξύ των νατοϊκών χωρών της ΕΕ, γύρω στο 1,07% το 2024. Σε απόλυτους αριθμούς, προσεγγίζει τις 111.000 και κατατάσσεται έκτη, πίσω από Πολωνία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία. Η σύνθεση αυτή έχει δημοσιονομική σημασία καθώς ένα μεγάλο μέρος των δαπανών είναι λειτουργικό (μισθολογικό και υποστήριξης) και άρα λιγότερο ευέλικτο στο βραχυχρόνιο σκέλος, κάτι που καθιστά την προσαρμογή περισσότερο σταδιακή και πολυετή.
Πόσο ωφελείται η Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά «εργαλεία»;
Η ανάλυση του ΚΕΠΕ σημειώνει ταυτόχρονα τα εργαλεία που αλλάζουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Από τη μία, το SAFE, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός χαμηλότοκης χρηματοδότησης για κοινές προμήθειες, δημιουργεί εναλλακτικούς διαύλους ρευστότητας που μειώνουν το άμεσο κόστος κεφαλαίου.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, αναμένεται να ωφεληθεί με ποσό κοντά στα 787 εκατομμύρια, ποσό που δεν υποκαθιστά τις εθνικές πιστώσεις αλλά τις συμπληρώνει με φθηνότερους όρους.
Από την άλλη, η ευρωπαϊκή ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες που ενεργοποιήθηκε στις 8.7.2025 επιτρέπει την προσωρινή απορρόφηση της ανόδου χωρίς παράβαση των δημοσιονομικών κανόνων. Και τα δύο μαζί περιορίζουν την ανάγκη για οριζόντιες περικοπές ή νέες μόνιμες φορολογικές επιβαρύνσεις προκειμένου να στηριχθεί η αμυντική μετάβαση.