Τέλος στο καθεστώς που ήθελε τον κληρονόμο να φοβάται ότι μαζί με ένα σπίτι ή ένα χωράφι θα φορτωθεί και τα χρέη του αποθανόντος επιχειρεί να βάλει η μεταρρύθμιση του κληρονομικού δίκαιου, όπως ανέφερε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην κυριακάτικη (30.11.2025) ανασκόπησή του.
Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «βαθιές τομές» και για την προσαρμογή ενός Κώδικα του 1946 στη σημερινή πραγματικότητα, οδηγώντας σε μια ουσιαστική οικονομική μετατόπιση, καθώς πλέον τα χρέη «ενσωματώνονται» στην κληρονομιά και παύουν να απειλούν τη συνολική περιουσία των κληρονόμων, την ώρα που η έκρηξη αποποιήσεων έχει αφήσει πίσω της ένα τεράστιο απόθεμα παγωμένων ακινήτων.
Στον πυρήνα της μεταρρύθμισης βρίσκεται το πώς αντιμετωπίζονται τα χρέη του θανόντος. Σήμερα, αν κάποιος αποδεχθεί μια κληρονομιά με οφειλές σε τράπεζες, Δημόσιο ή Ταμεία, ο πιστωτής δεν περιορίζεται στο σπίτι ή στο χωράφι που κληρονομεί, αλλά μπορεί να στραφεί και κατά της δικής του προσωπικής περιουσίας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οδηγούσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες στην αποποίηση κληρονομιάς, ακόμη και όταν υπήρχε κάποιο περιουσιακό στοιχείο με πραγματική αξία. Το νέο σχήμα αλλάζει αυτή τη σχέση καθώς η ευθύνη για τις οφειλές δεν ξεπερνά την ίδια την κληρονομιά.
Πρακτικά, για όποιον σκέφτεται αύριο αν θα αποδεχθεί ή θα αποποιηθεί μια κληρονομιά, η διαδικασία γίνεται πιο ξεκάθαρη, καθώς προβλέπεται απογραφή και αποτίμηση της κληρονομιάς, καταγραφή όλων των χρεών και μια διαδικασία εκκαθάρισης μέσα από την οποία οι πιστωτές ικανοποιούνται αποκλειστικά από τα περιουσιακά στοιχεία του θανόντος – για παράδειγμα μέσω πώλησης ή πλειστηριασμού μέρους της περιουσίας. Το τυχόν υπόλοιπο περνά στους κληρονόμους «καθαρό» από χρέη, χωρίς να κινδυνεύσει στη συνέχεια η προσωπική τους περιουσία.
Για τα νοικοκυριά αυτό σημαίνει ότι η αποποίηση κληρονομιάς παύει να είναι η αυτονόητη επιλογή στην περίπτωση ύπαρξης υπέρογκων χρεών. Αν η αξία ενός ακινήτου καλύπτει ή υπερκαλύπτει τις οφειλές, η αποδοχή της κληρονομιάς γίνεται ξανά μια ρεαλιστική επιλογή, ενώ από την άλλη πλευρά, Δημόσιο και τράπεζες περνούν σε ένα πιο οργανωμένο πλαίσιο εκκαθάρισης, όπου τουλάχιστον η αξία της κληρονομιάς μπορεί να αξιοποιηθεί για να καλυφθεί ένα μέρος των απαιτήσεων.
Φρένο στις δυσλειτουργικές συνιδιοκτησίες
Η μεταρρύθμιση αυτή συνδέεται άμεσα και με ένα δεύτερο στοιχείο, τον κατακερματισμό της ακίνητης περιουσίας. Το ισχύον καθεστώς, έχει οδηγήσει σε ακίνητα με πολλούς συνιδιοκτήτες, μικρά ποσοστά 1/8 ή 1/16 και πολυετείς διαμάχες. Οι νέες ρυθμίσεις κινούνται προς ένα πιο λειτουργικό μοντέλο καθώς αυξάνεται το ποσοστό του/της συζύγου και, όπου υπάρχει διαθήκη, ο αδικημένος συγγενής δεν αποκτά κατ’ ανάγκη μερίδιο στο ίδιο το ακίνητο, αλλά δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης επί της αξίας του.
Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα διαμέρισμα στο οποίο μένει ήδη ο επιζών σύζυγος μπορεί να παραμείνει σε αυτόν, με τα υπόλοιπα παιδιά να ικανοποιούνται οικονομικά αντί να αποκτήσουν από ένα μικρό κομμάτι κυριότητας που δεν αξιοποιείται. Αντίστοιχα, μια μικρή επιχείρηση ή ένα επαγγελματικό ακίνητο δεν είναι υποχρεωμένο να «σπάσει» σε μερίδια που πρακτικά καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της δραστηριότητας. Η περιουσία παραμένει λειτουργικό περιουσιακό στοιχείο και δεν εγκλωβίζεται σε αδιέξοδες συνιδιοκτησίες.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται ο νέος θεσμός των κληρονομικών συμβάσεων. Δίνει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη, όσο είναι εν ζωή, να συμφωνήσει με τους μελλοντικούς κληρονόμους πώς θα γίνει η διαδοχή, ειδικά όταν υπάρχουν επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις ή επαγγελματικά ακίνητα. Για μια οικογενειακή επιχείρηση αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο διάδοχος ορίζεται από πριν, τα αδέλφια αποζημιώνονται με άλλο περιουσιακό στοιχείο ή σε χρήμα και η εταιρεία δεν καταλήγει σε αδιέξοδο με πολλαπλούς κληρονόμους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν. Για την αγροτική γη, η δυνατότητα αυτή μπορεί να περιορίσει τον περαιτέρω τεμαχισμό σε μερίδια που δεν επιτρέπουν σοβαρή επένδυση.
Ψηφιακές και πιο αυστηρές οι διαθήκες
Ιδιαίτερο βάρος έχει και η ψηφιακή διάσταση της μεταρρύθμισης. Η δυνατότητα για ψηφιακές διαθήκες, η δημιουργία μητρώου διαθηκών και η ψηφιοποίηση των κληρονομητηρίων μειώνουν τον χρόνο και το κόστος για να ξεκαθαρίσει ποιος είναι κληρονόμος και τι ακριβώς δικαιούται. Για κάθε μελλοντική αγοραπωλησία, αυτό μεταφράζεται σε λιγότερο νομικό ρίσκο ότι θα εμφανιστεί εκ των υστέρων κάποιος «ξεχασμένος» κληρονόμος ή μια αμφισβητούμενη διαθήκη. Για τις τράπεζες, σημαίνει πιο καθαρούς τίτλους, άρα μεγαλύτερη ασφάλεια όταν δανείζουν με υποθήκη ακίνητο που έχει περάσει από κληρονομιά.
Την ίδια ώρα, οι αυστηρότεροι κανόνες για τις ιδιόγραφες διαθήκες και τα κριτήρια ελέγχου τους στοχεύουν ευθέως στα κυκλώματα πλαστογραφιών σε βάρος ηλικιωμένων. Εκτός από το προφανές νομικό σκέλος, η αντιμετώπιση αυτής της πρακτικής έχει και οικονομική πλευρά καθώς λιγότερες υποθέσεις που «σέρνονται» στα δικαστήρια για χρόνια και λιγότεροι τίτλοι ακινήτων εγκλωβισμένοι σε αμφισβητήσεις, σημαίνουν περισσότερα ακίνητα που μπορούν να μπουν σε μίσθωση, πώληση ή αξιοποίηση χωρίς να συνοδεύονται από αβεβαιότητα.
