Παρασκευή, 26 Απρ.
18oC Αθήνα

Συμφωνία – πλήγμα για τα εθνικά συμφέροντα

Συμφωνία – πλήγμα για τα εθνικά συμφέροντα

Η επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών αφήνει βαθύ, διπλό τραύμα στη χώρα. Τραύμα στον κοινοβουλευτισμό, λόγω του τρόπου που έγινε – με συναλλαγές, αποστασίες και διαδικαστικούς ακροβατισμούς.

Αλλά και τραύμα εθνικό. Η Ελλάδα, εξαιτίας μιας ανεύθυνης κυβέρνησης που αντιμετώπισε ένα μείζον εθνικό ζήτημα ως μικροκομματικό εργαλείο, αναγνώρισε στα Σκόπια ανύπαρκτα «εθνικά» χαρακτηριστικά και δικαιώματα, τα οποία μπορούν αύριο να χρησιμοποιηθούν εις βάρος της πατρίδας μας. Και το έπραξε αυτό, ενώ τα Σκόπια ήδη παραβίασαν τη συμφωνία, την οποία με τόση σπουδή επικύρωσαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και οι πρόθυμοι ακόλουθοί τους.

Πράγματι, η συμφωνία προέβλεπε ότι τα Σκόπια είχαν υποχρέωση να ολοκληρώσουν την αναθεώρηση του Συντάγματός τους εντός του 2018. Μόνο μετά την ολοκλήρωση της συνταγματικής τροποποίησης, η Ελλάδα θα επικύρωνε τη συμφωνία. Όπως όμως αναφέρεται στη ρηματική διακοίνωση των Σκοπίων, η τροποποίηση του Συντάγματος δεν ολοκληρώθηκε: τελεί υπό την αίρεση ότι η Ελλάδα θα επικυρώσει τη συμφωνία. Η κυβέρνηση έσπευσε παρά ταύτα να την επικυρώσει, όπως θα επικυρώσει το πρωτόκολλο ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Με τον τρόπο αυτό τα Σκόπια θα ενταχθούν στη Συμμαχία, ενώ επαφίεται στην «καλή τους θέληση» να ολοκληρώσουν την αναθεώρηση του Συντάγματός τους. Και να μην το κάνουν, θα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η Ελλάδα δεν θα μπορεί να αντιτάξει καμία αντίρρηση! Γι’ αυτό και δεν δόθηκε στους βουλευτές το πλήρες κείμενο του νέου Συντάγματος των Σκοπίων – γιατί από νομική άποψη δεν υφίσταται, αφού η τροποποίησή του δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ακόμη, όμως, και αν τα Σκόπια ολοκληρώσουν την τροποποίηση του Συντάγματος, η ουσία της Συμφωνίας ενέχει μεγάλους κινδύνους για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αναιρώντας την πάγια στάση όλων των μέχρι τώρα ελληνικών κυβερνήσεων, η κυβέρνηση υπέγραψε – και επικύρωσε με τους βουλευτές της- μία συμφωνία που αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς υποτιθέμενη μακεδονική εθνικότητα και γλώσσα. Τα δύο αυτά στοιχεία μπορούν μελλοντικά να χρησιμοποιηθούν για να προβληθεί από τα Σκόπια η ψευδής κατασκευή ότι αποτελούν το κράτος ενός υποτιθέμενου «μακεδονικού» λαού. Η Ελλάδα,  χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, έδωσε στα Σκόπια επιχειρήματα για να επανέλθουν στις εθνικιστικές, αλυτρωτικές βλέψεις του πρόσφατου παρελθόντος τους.

Είναι, πραγματικά, εντελώς αδικαιολόγητο όχι μόνο ότι η Ελλάδα δέχθηκε στη συμφωνία τον όρο «nationality», που εκτός από την ιθαγένεια υποδηλώνει και εθνικότητα, αλλά –ακόμη περισσότερο- ότι δέχθηκε αυτή να είναι «μακεδονική» και όχι «βορειομακεδονική», ενώ το τελευταίο ήταν αυτονόητο από το όνομα του κράτους:  γιατί, ενώ αυτό λέγεται κατά τη συμφωνία «Βόρεια Μακεδονία», η ιθαγένεια των πολιτών του είναι άνευ άλλου προσδιορισμού «μακεδονική»;

Εξίσου εγκληματική ήταν η από πλευράς Ελλάδος αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, με προσχηματική επίκληση ενός τεχνικού κειμένου του ΟΗΕ που δεν έχει την παραμικρή σχέση με νομική ή πολιτική «αναγνώριση» γλωσσών, αλλά με τη μεταγραφή των κυριλλικών στοιχείων στο λατινικό αλφάβητο.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και η Βουλγαρία (που έχει –για δικούς της λόγους- αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία») αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν οιαδήποτε μακεδονική εθνικότητα και γλώσσα. Τα στοιχεία αυτά, πέραν του ότι είναι ψευδεπίγραφα και ανιστόρητα, παρέχουν στα Σκόπια το θεμέλιο να υποστηρίξουν ότι δήθεν υπάρχει μακεδονικό έθνος – και να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ιστορική απάτη για να εμφανισθούν αυτόκλητοι εκπρόσωποι κάποιων υποτιθέμενων ομοεθνών τους στις όμορες χώρες – και δη στην Ελλάδα. Σαφής πρώτη ένδειξη αυτών των προθέσεων είναι ότι στο α.49 του Συντάγματος των Σκοπίων εξακολουθεί να γίνεται λόγος, ακόμη και μετά την τροποποίησή του, για «Μακεδόνες» που κατοικούν στο εξωτερικό.

Με την αναγνώριση της εθνικότητας και γλώσσας, η κυβέρνηση κατόρθωσε να στρέψει το «erga omnes» της συμφωνίας των Πρεσπών εναντίον μας. Η Ελλάδα δεν θα έχει επιχείρημα να αντιδράσει στην ίδρυση οργανισμών «μακεδονικής» γλώσσας ή «μακεδονικών σπουδών» στο ελληνικό έδαφος, παρότι οι στόχοι τους θα είναι ξεκάθαρα προπαγανδιστικοί και θα βιάζουν την ιστορική πραγματικότητα. Ανάλογα νομικά προβλήματα θα εγερθούν στον τομέα των εμπορικών σημάτων και της προέλευσης των προϊόντων, καθώς το τι θα εμφανίζεται ως «μακεδονικό» δεν επιλύεται από τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά παραπέμπεται στο μέλλον. Και μάλιστα η συμφωνία δεν ονοματίζει καν την ελληνική Μακεδονία: την αναφέρει ως «βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους»!…

Αυτά τα «όπλα» έδωσαν στα Σκόπια ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και οι ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου, που επανεμφανίστηκε οψίμως ως «μακεδονομάχος» αφού πρώτα δάνεισε βουλευτές του στον πρωθυπουργό για να παραμείνει στην κυβέρνηση. Και τα έδωσαν χωρίς κανένα λόγο. Τα Σκόπια επείγονταν να λυθεί η εκκρεμότητα με την Ελλάδα, όχι εμείς. Και καμία σύμμαχος χώρα της Ελλάδας δεν θα είχε πρόβλημα αν η Αθήνα αναγνώριζε μόνο βορειομακεδονική ιθαγένεια – και όχι εθνικότητα ούτε γλώσσα. Αυτές ήταν πάγιες θέσεις όλων των μέχρι σήμερα ελληνικών κυβερνήσεων, γνωστές στους εταίρους μας, αλλά και στα ίδια τα Σκόπια. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τις εγκατέλειψαν αποδεχόμενοι εσπευσμένα μια συμφωνία που θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι λύνει.

Ελπίζει κανείς ότι οι μελλοντικές εξελίξεις και ισορροπίες στην περιοχή θα αποτρέψουν τα χειρότερα για την πατρίδα μας. Όσοι όμως ψήφισαν την επικύρωση της συμφωνίας φέρουν βαριά ιστορική ευθύνη. «Εξόπλισαν» έναν δυνάμει εθνικό αντίπαλο με επιχειρήματα επιζήμια για την Ελλάδα. Και αυτή η ευθύνη δεν διαγράφεται…

*Η Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη είναι δικηγόρος, τ. Αντιπρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Γνώμη Τελευταίες ειδήσεις