Δυναμική πρεμιέρα στα σινεμά κάνουν επτά νέες ταινίες και δυο εμβληματικές επανεκδόσεις που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των φίλων του κινηματογράφου.
Από τις πρεμιέρες των ταινιών στα σινεμά ξεχωρίζουν το θρίλερ του Ντάρεν Αρονόφσκι «Κλέφτης από Σπόντα», η ρομαντική δραμεντί «Οι Τρεις Φίλες» του Εμανουέλ Μουρέ και το ντεμπούτο του Ορφέα Περετζή με τη «Ριβιέρα» του, ενώ οι μικροί μας φίλοι θα το διασκεδάσουν με το σίκουελ του animation «Τα Κακά Παιδιά 2».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σπουδαίο δώρο στους σινεφίλ αποτελούν οι επανεκδόσεις των αριστουργηματικών ταινιών «Ραν» του Ακίρα Κουροσάβα και «Ταξίδι στην Ιταλία» του Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Κλέφτης από Σπόντα
(«Caught Stealing») Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Ντάρεν Αρονόφσκι, με τους Όστιν Μπάτλερ, Ζόι Κράβιτς, Ματ Σμιθ, Ρεγκίνα Κινγκ, Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο, Μπαντ Μπάνι κα.
Ο ταλαντούχος κύριος Αρονόφσκι, αφήνοντας πίσω του το γνώριμο κινηματογραφικό του σύμπαν και πετυχημένα σκοτεινά δράματα, όπως «Η Φάλαινα» και «Μαύρος Κύκνος», θα μπει στον κόσμο των κακόφημων δρόμων της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’90, των γκάνγκστερ και του πανκ, έχοντας μία δόση από το «βρόμικο» στυλ του Γκάι Ρίτσι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το φιλμ, που βασίζεται στο βιβλίο του Τσάρλι Χιούστον, ο οποίος έγραψε και το σενάριο, έχει τη δυναμική ενός «βρόμικου» αυθάδικου γκανγκστερικού θρίλερ, με έντονες πινελιές μαύρου χιούμορ, καθώς και ένα έξοχο καστ με πρωταγωνιστή τον ελκυστικό Όστιν Μπάτλερ και δίπλα του τη Ζόι Κράβιτς, τον Ματ Σμιθ, ακόμη και τον ποπ σταρ Μπαντ Μπάνι σε έναν χαρακτηριστικό ρόλο.
Ο Χανκ, ένας κάποτε ταλαντούχος παίκτης του μπέιζμπολ από το λύκειο, ο οποίος έχασε τις ελπίδες του για μια καριέρα επαγγελματία από έναν τραυματισμό, ζει χωρίς στόχο, ήρεμα, δουλεύοντας σε ένα μπαρ υποβαθμισμένης γειτονιάς της Νέας Υόρκης του 1998. Όταν ο πανκ γείτονάς του τού ζητάει να φροντίσει τη γάτα του για λίγες ημέρες, ο Χανκ βρίσκεται ξαφνικά στη μέση μιας ετερόκλητης συμμορίας απειλητικών γκάνγκστερ. Όλοι τον κυνηγούν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει ιδέα γιατί. Καθώς ο Χανκ προσπαθεί να τους ξεφύγει, με τη βοήθεια της κοπέλας του, πρέπει να χρησιμοποιήσει όλο του το τσαγανό για να μείνει ζωντανός…
Παρά τη συσσώρευση πτωμάτων, το πλήθος πυροβολισμών, τα ανελέητα κυνηγητά, τις θεαματικές συγκρούσεις αυτοκινήτων και το ξύλο, που τονώνουν περαιτέρω την ένταση στο θρίλερ, ο Αρονόφκσι διατηρεί και τον σκοτεινό ηλεκτρισμό της κινηματογραφικής του γραφής, ενώ το χιούμορ, πολλές φορές κατάμαυρο, βρίσκει τις περισσότερες φορές τον στόχο και δίνει χρήσιμες ανάσες στον θεατή.
Παρά την αιματηρή βία, η ταινία αποπνέει μια ζωντάνια, καθώς ο διευθυντής φωτογραφίας Μάθιου Λιμπατίκ, σταθερός και ικανότατος συνεργάτης του Αρονόφσκι, καταφέρνει να δώσει μία αστραφτερή εικόνα, ακόμη και στο σκοτεινό μπαρ, δημιουργώντας μια φούσκα ψυχαγωγίας, που μέσα στην παραδοξότητά της, κάνει την ταινία να λάμπει και να γοητεύει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Χανκ Τόμσον ήταν φαινόμενο του μπέιζμπολ στο λύκειο. Παρότι πλέον δεν μπορεί να παίξει, όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του πάνε καλά. Όταν ο πανκ ροκ γείτονάς του Ρας του ζητάει να φροντίσει τη γάτα του για λίγες μέρες, θα βρεθεί στο στόχαστρο μιας ετερόκλητης συμμορίας απειλητικών γκάνγκστερ, χωρίς να έχει ιδέα γιατί.
Τρεις Φίλες
(«Trois Amies») Ρομαντική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Εμμάνουελ Μουρέ, με τους Καμίγ Κοτέν, Σαρά Φορεστιέ, Ιντιά Χερ, Νταμιέν Μπονάρ, Βινσέντ Μακενιέ κα.
Ο Εμανουέλ Μουρέ, παραμένει συνεπής στο σινεμά με το οποίο έχει αποκτήσει την καταξίωσή του, της ικανότητάς του να συνδυάζει τα σοβαρά θέματα με το χιούμορ, να διερευνά την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων με αβρότητα ακόμη και όταν φτάνουν στα όρια του σουρεαλισμού. Κάτι που επιβεβαιώνει και στην τελευταία του ταινία, μια ρομαντική δραμεντί, όπου για μια ακόμη φορά το διακριτικό του στυλ και οι λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων αντανακλούν τις σύνθετες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Μια γλυκόπικρη δραμεντί, που προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας, πάνω κάτω στις ίδιες θεματικές και το ίδιο αφηγηματικό μοντέλο του Μουρέ κι ένα σενάριο βγαλμένο από την κλασική λογοτεχνία και το θέατρο, παραπέμποντας στον Ερίκ Ρομέρ.
Τρεις φίλες, η Τζόαν, η Αλίς και η Ρεμπέκα, ανησυχούν για τις ερωτικές τους σχέσεις. Η Τζοάν εξομολογείται στην Αλίς ότι δεν αγαπά πια τον σύντροφό της Βίκτορ κι εκείνη της αποκαλύπτει ότι δεν υπήρξε ποτέ ερωτευμένη με τον δικός της άντρα, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να έχουν μια υπέροχα ισορροπημένη σχέση. Η Ρεμπέκα που έχει μια κρυφή σχέση με έναν παντρεμένο άντρα θα σπρώξει την Αλίς να ενδώσει σε ένα φλερτ, ενώ όταν η Τζόαν αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Βίκτορ εκείνος εξαφανίζεται.
Τρυφερή και αστεία, η ταινία εξετάζει ανάλαφρα τους μηχανισμούς του έρωτα, καθώς οι τρεις ηρωίδες αμφισβητούν και δοκιμάζουν η μία την άλλη, ενώ οι άντρες υποχωρούν μπροστά στην επιθυμία των γυναικών. Σκηνές από την καθημερινή ζωή διανθίζονται με πειράγματα, διλήμματα αγάπης και φιλίας, ενώ η γνωστή γαλλική φλυαρία του είδους, περιορίζεται από την ενέργεια της κάμερας και τον λεπτό χειρισμό διαλόγων και συναισθημάτων.
Ο Μουρέ, που διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο, το γελοίο και το τραγικό, θα μιλήσει για τα επαναλαμβανόμενα λάθη, τη δυσκολία των σχέσεων, τους συμβιβασμούς και θα φανερώσει κάποιες αλήθειες που πολλές φορές ξεπερνούμε με προκαταλήψεις και συνήθειες.
Ο Μουρέ καταφέρνει για μια ακόμη φορά να μας πείσει για τις προθέσεις του, την τρυφερότητά του για τους χαρακτήρες και τους ντελικάτους χειρισμούς του, αλλά και πάλι για όλους αυτούς τους λόγους και το μετριοπαθή σινεμά του, δείχνει να του λείπει εκείνο το στοιχείο που θα απογειώσει το θέμα του και βεβαίως την ταινία του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ζοάν δεν είναι πλέον ερωτευμένη με τον Βίκτωρ και έχει ενοχές που τον απάτησε. Η Αλίς, η καλύτερή της φίλη, τη διαβεβαιώνει ότι και η ίδια δεν νιώθει πάθος για τον Ερίκ κι όμως η σχέση τους πηγαίνει περίφημα! Δεν γνωρίζει ότι εκείνος έχει σχέση με τη Ρεμπέκα, την κοινή τους φίλη…
Δεσμώτες
(«Vogter») Δραματικό θρίλερ, δανέζικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία του Γκούσταβ Μέλερ, με τους Σίντσε Μπάμπετ Κνούντσεν, Σεμπάστιαν Μπουλ, Νταρ Σαλίμ, Όλαφ Γιοχάνεσεν κα.
Βαρύ δραματικό θρίλερ φυλακής απ’ τη Δανία και τον Γκούσταβ Μέλερ, που το 2018 είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις με τον «Ένοχο» και το διακριτό ταλέντο του στη διεύθυνση χαρακτήρων. Σε αυτό το δυσβάστακτο δράμα του, ορισμένες φορές και λόγω της σκανδιναβικής ψυχρότητας, μας μεταφέρει σε μια φυλακή, όπου κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι μία δεσμοφύλακας, που από υποδειγματική και συμπονετική υπάλληλο μετατρέπεται σε μία εκδικητική γυναίκα, πνιγμένη στο μίσος.
Η ταινία, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βερολίνου, διαδραματίζεται εξολοκλήρου στη φυλακή, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό, κλειστοφοβικό κλίμα, εκτός από λίγα λεπτά σε μια σεκάνς σε ένα δάσος, όπου υπάρχει ίσως και η καλύτερη σκηνή, με τα μαύρα κλαριά των δέντρων να μοιάζουν, κάτω από τον γκρίζο ουρανό, με κάγκελα ακόμη μίας φυλακής.
Η Εύα, μια αρχικά υποδειγματική, προστατευτική και συμπονετική προς τους κρατούμενους δεσμοφύλακας, με την άφιξη ενός βαρυποινίτη, για φόνο που έκανε σε άλλη φυλακή, χάνει τον ιδεαλισμό της και μετατρέπεται σε μία μηχανή εκδίκησης και μίσους. Αυτή η αλλαγή της οφείλεται στο ότι ο βαρυποινίτης είχε σκοτώσει τον γιο της που είχε βρεθεί για βίαιη συμπεριφορά στη φυλακή. Χρησιμοποιώντας αρχικά το σύστημα παρακολούθησης ασφαλείας, θα τον εγκλωβίσει, θα τον φέρει κοντά της και αφού τον παγιδεύσει θα του επιτεθεί για να τον τραυματίσει σοβαρά. Οι ενοχές που νιώθει για το μεγάλωμα του γιου της και το μίσος για τον φονιά του, έναν σκληρό νέο, που δείχνει απροσπέλαστος στην ανθρωπιά, θα διαταράξουν τον ψυχισμό της, φτάνοντας στα όρια του σαδισμού.
Το σενάριο, που στηρίζεται σε μία απιθανότητα, με τη μεταφορά του φονιά του γιου της στη δική της φυλακή και πρέπει να αποδεχθεί ο θεατής, δημιουργεί ανάμικτα συναισθήματα, καθώς η συμπάθεια για την πρωταγωνίστρια, την καταξιωμένη Σίντσε Μπάμπετ Κνούτσεν, γρήγορα μετατρέπεται σε αντιπάθεια, καθώς μία υπερασπίστρια του νόμου και της δικαιοσύνης, μεταλλάσσεται σε μια τυφλωμένη εκδικητική γυναίκα, μία μάνα που οι ενοχές της για τον γιο της, μεταφέρονται στον φονιά του.
Μια ιστορία με αρκετά ευάλωτα σημεία και μια σκηνοθετική ψυχρότητα που μερικές φορές αποκαρδιώνει, έχει περισσότερο ενδιαφέρον για την -δυστυχώς ελάσσονος – κριτική ματιά του σκηνοθέτη στο σωφρονιστικό σύστημα και στην παρατήρηση ότι η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει δεσμώτες και φυλακισμένους είναι πολύ λεπτή και πολλές φορές μετακινείται προς τη λάθος κατεύθυνση.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια υποδειγματική σωφρονιστική υπάλληλος βάζει την επαγγελματική και προσωπική της ηθική σε κίνδυνο όταν ξεκινά ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, μετά την άφιξη ενός σκληροτράχηλου νεαρού κρατούμενου, ο οποίος συνδέεται τραυματικά με το παρελθόν της.
Η Ζωή του Τσακ
(“The Life of Chuck”) Δράμα φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μάικ Φλάναγκαν, με τους Τομ Χίντλστον, Τζέικομπ Τρεμπλέι, Μπέντζαμιν Πάτζακ, Κόντι Φλάναγκαν, Τσιουετέλ Ετζιοφορ, Κάρεν Γκίλαν, Μαρκ Χάμιλ κα.
Το νόημα της ζωής μέσα από τρία κεφάλαια, για το θαύμα της αγάπης, τον πόνο της απώλειας και το ατομικό σύμπαν του καθενός, από τον άνισο Μάικ Φλάναγκαν, που καταπιάνεται για μια ακόμη φορά με ένα βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, καθώς αυτή τη φορά διασκευάζει τέσσερις νουβέλες του βιβλίου «If It Bleeds». Νουβέλες ανθρώπινες, χωρίς τρόμο και σασπένς, εγκάρδιες και δίνοντας υποσχέσεις για το μια «Υπέροχη Ζωή»του 21ου αιώνα.
Άλλες φορές εντυπωσιακό και άλλες αφήνοντας πολλές απορίες και με εμφανή την αμηχανία του Φλάναγκαν, να χειριστεί το κείμενο του Κινγκ, το φιλμ κέρδισε το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο, μία διάκριση που πολλές φορές ακολουθούν και τα μέλη της Ακαδημίας στα Όσκαρ…
Με πρωταγωνιστή τον συμπαθή Τομ Χίντλστον κι ένα ευπρόσωπο καστ, απ’ το οποίο ξεχωρίζει η επανεμφάνιση της Μία Σάρα, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας από τη μεγάλη οθόνη, η ταινία του Φλάναγκαν δίνει πολλές υποσχέσεις, που όμως δεν μπορεί να κρατήσει.
Τρεις ιστορίες, επικεντρωμένες στον Τσακ, με την πρώτη ο κόσμος να καταρρέει με φυσικές καταστροφές, που αναγκάζουν τους ανθρώπους να επανεξετάσουν τη ζωή τους και τους χαμένους έρωτές τους, στη δεύτερη να συναντάμε τον Τσακ ως έναν απλό λογιστή, σε μια αποθέωση ανθρωπιάς και στην τρίτη, ως παιδί που γαλουχείται από τις ανθρώπινες αξίες.
Μια ταινία για τη ζωή, την αγάπη και τον θάνατο, την οικογένεια και τα όνειρα, απλοϊκά δοσμένη, που θέλει να μεταδώσει ευγενικά αισθήματα, χωρίς να είναι πάντα κατανοητά, αν και η αφήγηση ορισμένες φορές μπουρδουκλώνεται αναίτια και ίσως με σκοπό να γίνει ξεχωριστή.
Παρά το ενδιαφέρον της, η ταινία δεν κρατά τον ενθουσιασμό της και τις υποσχέσεις του πρώτου μέρους, κάνει μία εμφανή κοιλιά, χαμηλώνει τις προσδοκίες και στο τέλος, παρά τις αποκαλύψεις της, μοιάζει να έχει χάσει το στοίχημα και να κλείνει βιαστικά και κάπως αμήχανα, αποτυγχάνοντας να προσφέρει το ζητούμενο, τη συγκίνηση, καθώς το φινάλε περισσότερο προκαλεί μια θλίψη που αδειάζει συναισθηματικά τον θεατή.
Εν κατακλείδι, μπορεί, όπως διατείνεται και το έργο του Κινγκ, η ζωή να είναι αναρίθμητες στιγμές, αλλά δεν είναι το ίδιο με το σινεμά. Και εδώ, ο Φλάναγκαν αν και ορισμένες φορές εντυπωσιάζει και άλλες, περνά τα μηνύματά του, το φιλμ ξεχωρίζει για την αποσπασματικότητά του, την αδυναμία να συνδέσει τις ιστορίες του αποτελεσματικά και φινετσάτα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Τσαρλς «Τσακ» Κραντζ, παρουσιάζεται μέσα από τρία κεφάλαια που τονίζουν το θαύμα της αγάπης, τον πόνο της απώλειας και το ατομικό σύμπαν που πλάθει ο καθένας μας κατά την παρουσία του στη Γη.
Riviera
(«Riviera») Δραματική κομεντί, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ορφέα Περετζή, με τους Εύα Σαμιώτη, Μιχάλης Συριόπουλος, Μαρία Αποστολακέα, Κώστας Κορωναίος κα.
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, ο έμπειρος ντοκιμαντερίστας Ορφέας Περετζής, μας βάζει στο κλίμα της αθηναϊκής ριβιέρας, όχι ως μια σύνθεση από καρτ ποστάλ και ανάλαφρες ιστορίες, αλλά ως ένα μαγικό σημείο του πλανήτη, που σαπίζει μαζί με τους ανθρώπους που το έχτισαν και έζησαν εκεί τις καλύτερες στιγμές τους. Ένα μέρος που είναι έτοιμο να παραδοθεί στην οικιστική ανάπτυξη, στις ξένες επενδύσεις που θέλουν να το καταστήσουν το ελ ντοράντο της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Και μέσα σε όλα, ένα κορίτσι, στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, που εκτός από την κολλητή της, ο καλύτερος φίλος της είναι ένας φοίνικας, που συμβολίζει τα καλύτερα χρόνια της ανεμελιάς και της αθωότητας, χτυπημένος από αρρώστια, έτοιμος να σαπίσει.
Η Άλκηστη, ζει στη Ριβιέρα, μια μικρή πανσιόν, που φιλοξενεί γνώριμα πρόσωπα και διαχειρίζεται η μητέρα της, που θέλει να ξεφύγει με κάθε τρόπο – ακόμη και πουλώντας την πανσιόν. Η Άλκηστη, που πειραματίζεται ερωτικά, δεν αποδέχεται το προδιαγεγραμμένο μέλλον, προτιμά τη διατήρηση του παρελθόντος, αυτού που γνωρίζει και της χάρισε μια ανέμελη ζωή. Θέλει να προστατέψει τον φοίνικα και το περιβάλλον από την επερχόμενη οικολογική καταστροφή και τον τόπο της από τους ξένους επενδυτές, που θέλουν να αγοράσουν τα πάντα, για μία ανάπτυξη που θέλει να κατεδαφίσει τα βιώματα της ηρωίδας.
Ο Περετζής, ξεκινά ελπιδοφόρα, καταφέρνει να ισορροπήσει αποτελεσματικά μεταξύ ρομαντισμού και κυνισμού, μεταξύ κωμωδίας και δράματος, την ανάδειξη του τοπίου και των χαρακτήρων, που δεξιοτεχνικά τους αφήνει μακριά από τη θάλασσα.
Αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως στις ελληνικές ταινίες, το σενάριο στο δεύτερο μέρος αρχίζει να χάνει στροφές, χάνει την ισορροπία, από την πλοκή εξαφανίζονται χαρακτήρες και επιστρέφουν ως δια μαγείας, ενώ οι συμβολισμοί πλέον ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στο παιχνιδιάρικο και αλληγορικό ύφος. Η επιτήδευση διαλόγων και δράσης, παγιδεύει και το φρέσκο, εύπλαστο, νεανικό πρόσωπο της ηρωίδας, που παρά ταύτα μάς συγκινεί. Όπως και το τέλος του φοίνικα, αλλά και της αθηναϊκής ριβιέρας, που γνωρίζαμε και οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα ξεθάψουν μαζί με τις αυτοσχέδιες ξαπλώστρες και μια εποχή αθωότητας και ανθρωπιάς κάτω από τόνους τσιμέντου και άλλων πυρίμαχων υλικών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στον τοίχο της οικογενειακής πανσιόν στην Αθηναϊκή Ριβιέρα, ένας μυστηριώδης λεκές εμφανίζεται. Οι παλιοί ένοικοι ένας-ένας την εγκαταλείπουν και οι εργολάβοι καιροφυλακτούν, η ανάπλαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η Άλκηστη παραμένει προσκολλημένη στο παρελθόν, εν αντιθέσει με τη μητέρα της.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Τα Κακά Παιδιά 2
(«The Bad Guys 2»). Το κεφάτο και πετυχημένο animation του Πιέρ Πέριφελ επιστρέφει με ένα σίκουελ, σχεδόν αντάξιο της πρώτης ταινίας, με «Τα Κακά Παιδιά» να θέλουν να αποδείξουν ότι έγιναν τα καλύτερα παιδιά. Κομμάτι δύσκολο, καθώς πριν πείσουν για τη μεταμέλειά τους, μπλέκονται σε μία επικίνδυνη ληστεία παγκόσμιας εμβέλειας, σχεδιασμένη από μία νέα ομάδα εγκληματιών, τα Κακά Κορίτσια. Διασκεδαστικό φιλμ, με χιούμορ, καλοβαλμένη δράση και την εγγύηση της DreamWorks που θα ικανοποιήσει μικρούς και μεγάλους. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη με τις φωνές των Ντένη Μακρή, Χάρη Γρηγορόπουλο, Κατερίνα Τσάβαλου, Άγγελο Λιάγκο, Θάνο Λέκκα, Ελενα Δελακούρα, Κωνσταντίνο Λάγκο κα.
Το Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία
(«The Conjuring: Last Rites»). Το τελευταίο μέρος του αμερικάνικου εμπορικού φραντσάιζ τρόμου, σε σκηνοθεσία Μάικλ Τσάβες. Οι ερευνητές του παραφυσικού Εντ και Λορέιν Γουόρεν αναλαμβάνουν μια τελευταία τρομακτική υπόθεση που αφορά μυστηριώδεις οντότητες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν. Με τους Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα, Μπεν Χάρντι, Ρεμπέκα Κάλντερ, Μία Τόμλινσον κα.
Ραν
(«Ran»). Το εμβληματικό επικό αριστούργημα του Ακίρα Κουροσάβα, σε επανέκδοση έπειτα από 40 χρόνια απ’ την πρεμιέρα του. Μία από τις καλύτερες ταινίες του μέγα Ιάπωνα σκηνοθέτη, που εδώ διασκευάζει τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Λιρ» και τον μεταφέρει στη φεουδαρχική Ιαπωνία. Ένας υπερήλικας βασιλιάς αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στους τρεις γιους του, με τον όρο να μείνουν ενωμένοι και να υπακούν τον μεγαλύτερο, αλλά ο μικρότερος απ’ αυτούς διαφωνεί, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στη σύγκρουση. Ο Κουροσάβα παραδίδει ένα εικαστικό θαύμα – κάθε πλάνο ένας πίνακας σπάνιας ομορφιάς – και ταυτόχρονα με το σχεδόν τρίωρο έπος του αναδεικνύει τα υπαρξιακά του ερωτήματα, την τρέλα της εξουσίας και τη μετάλλαξη της ιαπωνικής κοινωνίας. Ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, με την καλλιτεχνική διεύθυνση, φωτογραφία, μοντάζ και μουσική, να συμβάλουν στην αναλλοίωτη θαυμαστή γοητεία της. Με τον συνταρακτικό Τατσούα Νακατάι, στον ρόλο του βασιλιά και τους εξαίρετους Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νεζού, Μιέκο Χαράντα, Νταϊσούκε Ριού, Μανσάι Νομούρα κα.
Ταξίδι στην Ιταλία
(“Viaggio in Italia”). Ταινία ορόσημο για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, γυρισμένο από τον Ρομπέρτο Ροσελίνι το 1954. Ένα φιλμ χάρμα ιδέσθαι, με τον Ροσελίνι να μπαίνει στη μυθοπλασία με έναν ξεχωριστό τρόπο. Σκηνοθετική λιτότητα, ιστορικές μνήμες και ψυχολογικές συγκρούσεις, στην πορεία ενός ευκατάστατου ζευγαριού Βρετανών προς τη Νάπολη. Το τοπίο επιδρά καταλυτικά στην ετοιμόρροπη σχέση του ζευγαριού, το οποίο συμβολίζει την πολιτισμική αλλοτρίωση της σύγχρονης κοινωνίας και ο νεοτερισμός της αφήγησης δημιουργεί νέα δεδομένα στην κινηματογραφική δραματουργία.
Η ευτυχέστερη συνεργασία του Ροσελίνι με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, από τις συνολικά πέντε ταινίες που γύρισαν μαζί, στα εφτά χρόνια που έζησαν μέχρι το διαζύγιό τους. Δίπλα στην ντίβα, ο έξοχος Τζορτζ Σάντερς.