Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 όποιος έφηβος σεβόταν τον εαυτό του μάθαινε να παίζει τη «Συννεφούλα» του Διονύση Σαββόπουλου είτε στην κιθάρα του είτε ακόμα και στην μελόντικά του.
Ο Διονύσης συγκινούσε τους έφηβους εκείνης της εποχής αλλά και τους λίγο μεγαλύτερους και πιο ψαγμένους. Τότε που οι πορείες κατά των πυρηνικών, οι πορείες για το μεσανατολικό, για την αύξηση του ΑΕΠ για την Παιδεία, είχαν πάντα μουσική υπόκρουση και τα τραγούδια του. Όπως και οι εκδρομές με τους φίλους μας να μαζεύονται γύρω από τον «μουσικό» της παρέας και να τραγουδούν όχι μόνο τη «Συννεφούλα» αλλά και τον «Μπάλλο», το «Βρώμικο ψωμί», τα «Τραπεζάκια έξω».
Οι πιο τυχεροί τον είχαν δει και στα live του είτε σε συναυλίες, είτε στους χώρους που σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις τους, χώρους ευρηματικούς και με την θεατρικότητα που είχε ο ίδιος να είναι ανεξάντλητη.
Όσοι για παράδειγμα βρέθηκαν στο ΟΑΚΑ το 1983 με τον κόσμο να ξεχειλίζει και το στάδιο να σείεται. Ο Νιόνιος γέμισε επίσης το Καλλιμάρμαρο πολύ πριν την Άννα Βίσση (καλοκαίρι 2017) και ίσως γι’ αυτό εμείς οι fifty something να μην εντυπωσιαστήκαμε. Γιατί γνωρίζουμε ότι και τώρα θα το ξαναγέμιζε.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μεγαλώσαμε και κάποιοι διανύουμε την πέμπτη και κάποιοι άλλοι την έκτη δεκαετία της ζωής μας. Και κάθε φορά που το ραδιόφωνο παίζει ένα από τα τραγούδια του γινόμαστε ξανά παιδιά και αυτό θα συμβαίνει μέχρι τα βαθιά μας γεράματα. Ο Νιόνιος όμως δεν μεγάλωσε ποτέ και δίπλα στο λήμμα «αιώνιος έφηβος» έχει την φωτογραφία του.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν απλά ένας μεγάλος συνθέτης και τραγουδοποιός – για μένα εφάμιλλος του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου – αλλά και ένας χαρισματικός perfomer.
Θυμάμαι επίσης με πόση ανυπομονησία περίμενα να παίξει στην τηλεόραση μια από τις πιο ιστορικές εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης, μια εκπομπή τόσο ψαγμένη που δεν έχει ξαναγίνει παρόμοιά της, το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Ποτέ δεν έγραψε στίχους χωρίς μουσική. Το έκανε ταυτόχρονα. «Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω».
Στην εποχή του Σαββόπουλου ένα τραγούδι μπορεί να έπιανε όλη την πλευρά του δίσκου. Ήταν χορταστικά. Όπως ο «Μπάλλος» που κυκλοφόρησε τη χρονιά που γεννήθηκα (1971) με το ομώνυμο κομμάτι να έχει διάρκεια 18 λεπτά.
Μεγαλώναμε με τα τραγούδια του. Αγαπούσαμε με αυτά, επαναστατούσαμε με αυτά και τα ξέραμε φυσικά απέξω όλα. «Το Βρώμικο Ψωμί», η «Μαύρη Θάλασσα», το «Ζεϊμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», το «Έλσα σε φοβάμαι» και ο «Άγγελος εξάγγελος». Και βεβαίως τα «Τραπεζάκια έξω», με κάθε Έλληνα να χορεύει το ροκ του μέλλοντός του. Και αυτά τα υπέροχα εξώφυλλα των δίσκων! Αχ!
Ομολογώ ότι αρχικά στράβωσα όταν πήρε τραγούδια θρύλων της παγκόσμιας μουσικής σκηνής που εκείνος είχε αγαπήσει και τα έφερε στα μέτρα του. Αυτό κράτησε πολύ λίγο. Τα ερωτεύτηκα. Το πλέον μακρινό 1997 ο Dylan, ο Lucio Dalla, ο Nick Cave, ο Lou Reed, ο Van Morisson, οι Cream, οι Jethro Tull και άλλοι, απόκτησαν νέα υπόσταση. Μαγική. Ένα δισκογραφικό διαμάντι. Από το οποίο κλαίω πάντα όταν ακούω το «Άδεια μου αγκαλιά», κατά Σαββόπουλο, «Into my Arms», κατά Nick Cave.
«Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο», είχε πει για τα χρόνια της φυλάκισής του επί χούντας. Τα έλεγε ωραία ο άτιμος.
Και δεν θα ξεχάσω όσο ζω εκείνο το καλοκαίρι του 2008 στη Νίσυρο όταν βρέθηκα μια ανάσα από τον κρατήρα του ηφαιστείου για να ακούσω με άλλους εκατοντάδες τον Σαββόπουλο μαζί με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου να λούζονται στο φως της πανσελήνου και να κάνουν το θειάφι να μυρίζει σαν γαλλικό άρωμα. Αντίο Νιόνιο. A bientot.