Η συζήτηση για το που πάει η αγορά ομολόγων, δηλαδή η αγορά χρέους, έχει «πυκνώσει» στα διεθνή ΜΜΕ, εξ’ αιτίας των αναλύσεων, ειδικά των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, οι οποίες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, ολοένα και πιο συχνά, πλέον τα τελευταία 24ωρα.
Βασική αιτία αυτής της τάσης ανησυχίας είναι το (επαναλαμβανόμενο) γεγονός ότι οι μεγάλες δημοπρασίες, ειδικά στα μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας ομόλογα, στις οικονομίες με υψηλό χρέος (ΗΠΑ, Ιαπωνία, κ.λ.π.) η ζήτηση και η προσφορά δεν «συμβαδίζουν» όπως στο ήσυχο… παρελθόν.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι τιμές «πέφτουν», οι αποδόσεις αυξάνονται, αλλά ακόμα και όταν «διορθώνουν» διατηρούνται ψηλά.
Και το ακόμα χειρότερο, ότι εκεί που οι δυσκολίες πώλησης γίνονται ισχυρές οι κεντρικές τράπεζες (π.χ. BoJ, Fed) υποχρεώνονται και μπαίνουν στο παιχνίδι για να μην υπάρξουν «ατυχήματα».
Ας κάνουμε όμως ένα βήμα πίσω για να δούμε πιο καθαρά την εικόνα αυτού που συμβαίνει και γιατί.
Για χρόνια ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του ’80, αλλά πολύ περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, η παγκοσμιοποίηση στην κίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών είχε κατασταλάξει σε μία ροή κεφαλαίων και προϊόντων, με σημείο αναφοράς τις οικονομίες σε Ευρωζώνη και Ασία με μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα και τις ΗΠΑ σαν χώρα υποδοχής με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα.
Το πλεόνασμα αυτό στην συνέχεια δεν επέστρεφε πίσω στις χώρες προέλευσης, αλλά με την μορφή κεφαλαίου οδηγούνταν σε επενδύσεις κυρίως χαρτοφυλακίου στις αμερικανικές αγορές της Wall Street, αλλά πολύ περισσότερο στην αγορά ομολόγων.
Η «μόχλευση» αυτών των επενδύσεων μπορούσε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, μέσω της χρηματοδότησης από την Ευρώπη, αλλά κυρίως μέσω Ιαπωνίας, η οποία τροφοδοτούσε (λόγω αρνητικών επιτοκίων και φθηνού γιέν) για χρόνια μέσω του carry trade τις ροές αυτές προς την WS και τα αμερικανικά ομόλογα.
Ενδιάμεσα «επεισόδια» στην διαδικασία αυτή – όπως το μεγάλο κραχ του 2008, αλλά και στην συνέχεια η πανδημία και ο πληθωρισμός – δεν ανέτρεψαν αυτή την διαδικασία τροφοδοσίας παραγωγής χρέους, αντίθετα την πολλαπλασίασαν, Με αποτέλεσμα σταθερά στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια να «κοστίζει» κάπου μεταξύ του 6% και 7% του ΑΕΠ σε ετήσια ελλείμματα.
Η έλευση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η εκκίνηση της επιχείρησης «διόρθωσης» αυτής γιγάντωσης του χρέους μέσω του πολέμου των δασμών, έσπασε… αυτή την αλυσίδα ροών κεφαλαίου στην βάση της οποίας ήταν η ανεξέλεγκτη παραγωγή χρέους στις ΗΠΑ. Έσπασε τις «ταινίες μεταφοράς κεφαλαίων» κατακερματίζοντας τις εμπορευματικές ροές και ανατρέποντας τις συναλλαγές.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ μέσα σ’ αυτή την νέα κατακερματισμένη κίνηση κεφαλαίων, έρχεται να καταθέσει ένα προϋπολογισμό, ο οποίος τροφοδοτεί με ακόμα μεγαλύτερο χρέος το ήδη υφιστάμενο «ηφαίστειο», πυροδοτεί ακόμα περισσότερο την αμφισβήτηση απέναντι στο δομικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας παραγωγής χρέους. Δηλαδή την αμφισβήτηση για το αν το αμερικανικό – και κατά συνέπεια το Ιαπωνικό, ή άλλο – χρέος παραμένει «ασφαλές», όσο και αποδοτικό.
Η πρόσφατη παρέμβαση της Moody’s ήρθε να προσθέσει το «κερασάκι» της σ’ αυτή την κατάσταση, δηλώνοντας ότι το αμερικανικό χρέος, ίσως και να μην είναι τόσο καλό, όσο ήταν πλέον.
Σ’ αυτό το σημείο είναι που αρχίζει να παρατηρείται στις μεγάλες δημοπρασίες στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, αλλά και στην Γερμανία, σε assets που δεν δικαιολογείται (τα μακροπρόθεσμα ομόλογα), ότι η «ζήτηση» έχει γίνει περισσότερο επιφυλακτική, την ίδια στιγμή που η προσφορά – λόγω των ελλειμμάτων – αυξάνεται…
Με φυσικό αποτέλεσμα οι τιμές των ομολόγων να διολισθαίνουν και οι αποδόσεις να αυξάνονται καθιστώντας την εξυπηρέτηση του χρέους ακόμα ακριβότερη, με συνέπεια την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Και έτσι την προσφορά ακόμα περισσότερων ομολόγων προς πώληση και πάει λέγοντας, μέσα στον φαύλο κύκλο του χρέους και των ελλειμμάτων …
Κάτι που εδώ στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια έχουμε μάθει καλά τι σημαίνει και που καταλήγει.
Η φυσιολογική ερώτηση στο σημείο αυτό είναι: ωραία αλλά τι θα γίνει από εδώ και πέρα;
«Θα χειροτερέψει. Αυτό είναι το συμπέρασμα των traders που έχουν ήδη ταραχθεί από την πτώση των μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων, καθώς οι αποδόσεις συνεχίζουν να παραμένουν κοντά στο ψυχολογικά δυσχερές όριο του 5%».
Με αυτή την φράση αρχίζει, πρόσφατο σχόλιο του Bloomberg για το θέμα αυτό…