Καθώς βαδίζουμε στο γύρισμα του χρόνου για το 2026, πέρα από τις «μάχες» στους δρόμους με τους αγρότες, μια άλλη «μάχη» – χωρίς υψηλούς θορύβους – βρίσκεται σε εξέλιξη, αυτή της πρόωρης μείωσης του χρέους.
Μια «μάχη» που δεν είναι «ντε και καλά» αντιληπτή όσο αφορά το εύρος και κυρίως τις συνέπειές της. Βασικό στοιχείο επιφύλαξης σ’ αυτή την υπόθεση παραμένει το αν είναι «χρήσιμο», σε μία κατάσταση σαν την τρέχουσα, να επιμένει κανείς, όπως κάνει ο ΟΔΔΗΧ, στην τακτική της πρόωρης αποπληρωμής του χρέους στους ευρωπαίους «εταίρους», όταν μάλιστα οι ανάγκες για χρηματοδοτικά κεφάλαια στην εγχώρια οικονομία αυξάνονται εν όψη της απόσυρσης των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης σε λιγότερο από ένα χρόνο. Να μη ξεχνάμε μάλιστα ότι πρόσφατα στο ΔΝΤ οι παράγοντες του ελληνικού δημοσίου σε ανεπίσημη συνάντηση στην Ουάσιγκτον προειδοποιήθηκαν διακριτικά για τον κίνδυνο του «επενδυτικού γκρεμού» μετά το Αύγουστο του 2026, όταν θα κλείσουν οι στρόφιγγες του Ταμείου Ανάκαμψης…
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τίθεται το ερώτημα του γιατί λοιπόν ο ΟΔΔΗΧ να επιμένει στην τακτική της πρόωρης αποπληρωμής του χρέους. Την απάντηση μπορεί να την βρει κανείς ανάμεσα στις γραμμές στα διάφορα κείμενα του ΟΔΔΗΧ που εξηγεί την πολιτική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια. Πολύ πιο ξεκάθαρα όμως μπορεί να την βρει στην πρόσφατη μελέτη της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) σε ένα κείμενο του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας Pablo Hernandez de Cos με τίτλο «Δημοσιονομικές απειλές σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Η μελέτη αυτή με ένα σχετικά “ψύχραιμο” τίτλο επαναφέρει στο προσκήνιο την πραγματική απειλή για την οποία προειδοποιεί εδώ και αρκετό καιρό η BIS.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) ψύχραιμα αλλά σταθερά και επίμονα έχει υψώσει τον τόνο των προειδοποιήσεών της. Μιλά για συστημικά ρήγματα που δημιουργεί η εκρηκτική μόχλευση του λεγόμενου μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού συστήματος (NBFI) — τα funds, τα ETFs, τα private credit σχήματα και γενικά το «shadow banking». Η πραγματική οικονομία κινείται με ρυθμούς που δεν δικαιολογούν την αποτίμηση των διεθνών αγορών, προειδοποιεί η BIS, προεξοφλώντας ότι αρκεί ένα σοκ ρευστότητας για να δούμε απότομες, μαζικές ρευστοποιήσεις τόσο σε μετοχές όσο και σε ομόλογα. Από που μπορεί αυτό να ξεκινήσει; Σχεδόν από παντού, από τα χρηματιστήρια (ΑΙ), τα NBFI, το τραπεζικό σύστημα, τις αγορές συναλλάγματος, σχεδόν από κάθε σημείο της χρηματαγοράς.
Αυτή η εκτίμηση δεν έχει περάσει απαρατήρητη στην Αθήνα. Ο ΟΔΔΗΧ γνωρίζει ότι ένα τέτοιο παγκόσμιο «unwind» θα χτυπήσει κυρίως τα πιο ευάλωτα και υψηλού χρέους κράτη. Αν και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει βελτιώσει θεαματικά το προφίλ του, εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε ένα περιβάλλον μαζικών εκροών, δεν έχει σημασία τόσο η μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους, αλλά η αντίληψη των αγορών για το ρίσκο κάθε χώρας. Και αυτή η αντίληψη αλλάζει βίαια όταν το τσουνάμι των ρευστοποιήσεων ξεκινήσει σε ένα διεθνές κλίμα που γίνεται ολοένα και πιο νευρικό.
Στην πραγματικότητα η «γραμμή» του ΟΔΔΗΧ επιχειρεί να στήσει μια ζυγισμένη άμυνα και προετοιμασία απέναντι σε όσα έρχονται στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Η «γραμμή» του ΟΔΔΗΧ δεν υπαγορεύεται απλώς από τον στόχο «να μειωθεί το χρέος». Υπακούει – χωρίς να το φωνάζει – σε ένα πολύ πιο σύνθετο σκεπτικό. Την ανάγκη «να φτιαχτεί η κεντρική πόρτα» εισόδου της οικονομίας προτού εισβάλει ο «χειμώνας» στις διεθνείς αγορές. Το αν θα αντέξει βέβαια η «πόρτα» αυτή είναι κάτι που θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της… καταιγίδας.
Η απάντηση του ΟΔΔΗΧ μοιάζει να είναι απλή, προετοιμασία πριν από τη θύελλα. Η αποπληρωμή των GLF – πλέον πάνω από 20 δισ. ευρώ και με στόχο τα 31 δισ. που απομένουν μέσα στην επόμενη δεκαετία – μειώνει άμεσα το συνολικό χρέος, αφαιρεί «κομμάτια» που βρίσκονται σε διεθνή ραντάρ αξιολόγησης και ενισχύει την εικόνα του χρέους ως ας πούμε… κανονικού, σταθερού εκδότη ομολόγων μέσα στο «μαντρί» και όχι κάπου έξω, έτοιμο για τους… λύκους. Η εξόφληση του ΔΝΤ νωρίτερα ήταν το πρώτο βήμα, η συστηματική απομείωση του GLF σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αποτελεί το επόμενο. Αρκεί αυτό; Κανείς προς το παρόν δεν γνωρίζει γιατί αυτό για το οποίο προειδοποιεί η BIS ξεπερνά κάθε προηγούμενη σχέση με το τι συνέβη το 2008…
Παρότι τα δάνεια των GLF φέρουν ευνοϊκά επιτόκια, η εξίσωση δεν είναι τόσο απλή. Σε μια διεθνή κρίση, το κόστος χρηματοδότησης δεν κρίνεται από τα παλιά επιτόκια αλλά από τα νέα. Με την πρόωρη αποπληρωμή, η Ελλάδα περιορίζει τις μελλοντικές ανάγκες αναχρηματοδότησης και απομακρύνει το ενδεχόμενο να βρεθεί εκτεθειμένη σε ανεξέλεγκτους όρους αγοράς. Τους περιορίζει δεν τους εξαλείφει… Παράλληλα, αξιοποιεί το υψηλό ταμειακό απόθεμα και τα πρωτογενή πλεονάσματα – για όσο ακόμα μπορούν να συγκεντρώνονται – για να μειώσει μακροπρόθεσμα τον κίνδυνο, αντί να «κυνηγά φτηνό χρήμα» σε συνθήκες ομαλότητας.
Ο απώτερος στόχος είναι σαφής, έως το τέλος της δεκαετίας, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να πέσει σταθερά κάτω από το ιταλικό και να πλησιάσει ή να υποχωρήσει κάτω από το γαλλικό, γιατί σε μια εποχή αβεβαιότητας το «σχετικό» ρίσκο μετρά περισσότερο από το «απόλυτο». Ένα χρέος χαμηλότερο από εκείνο των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών είναι ένα σήμα σχετικής αξιοπιστίας σε εποχές που η αξιοπιστία τιμολογείται με υψηλό premium.
Με άλλα λόγια, ο ΟΔΔΗΧ «ακούει» τη BIS επειδή γνωρίζει ότι η επόμενη κρίση δεν θα μοιάζει με την προηγούμενη. Θα ξεκινήσει από τις αγορές, θα περάσει μέσα από τα funds και τα κανάλια μόχλευσης και θα καταλήξει στα κρατικά ομόλογα. Γι’ αυτό επιλέγει να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά – και όχι ένα βήμα πίσω – όταν οι διεθνείς σεισμοί αρχίσουν να δοκιμάζουν την αντοχή της παγκόσμιας οικονομίας. Και το 2026 μας ετοιμάζει τέτοιες «εκπλήξεις»…