Πόσο μπορεί να αντέξει μια οικονομία που ζητά (φόρους) ολοένα και περισσότερους από αυτούς που έχουν όλο και λιγότερα; Το ερώτημα τίθεται με το πλέον σαφή τρόπο από τα οικονομικά συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για την εγχώρια οικονομία. Η απάντηση ίσως πρέπει να αναζητηθεί στη γνωστή παροιμία με τον γάιδαρο του Χότζα ο οποίος… ψόφησε πάνω που είχε μάθει να μη τρώει…
Τα νέα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2024 – που επιδεινώνονται στο 2025 – έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που η ελληνική κοινωνία βιώνει καθημερινά, ότι η περιβόητη οικονομική “ανάπτυξη” έχει χάσει κάθε σχέση με την “ευημερία” όπως επισημαίνεται σε ένα από τα τελευταία σχόλια στα Οικονοκλαστικά. Την ώρα που η οικονομία εμφανίζει ρυθμούς μεγέθυνσης πάνω από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους και οι επίσημοι “δείκτες” ενισχύονται, το βάρος της χρηματοδότησης του κράτους πέφτει με ένα ολοένα και πιο “βίαιο” τρόπο στους ώμους εκείνων που έχουν τη μικρότερη δυνατότητα να το σηκώσουν.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι το 2024, τα φορολογικά έσοδα έφτασαν στο 39,8% του ΑΕΠ – ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος και σαφώς υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (34,1%). Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι στη 10η θέση παγκοσμίως ως προς τη φορολογική επιβάρυνση! Αυτό δεν είναι ένα νούμερο, είναι μια διάγνωση και μια προειδοποίηση.
Σε μια οικονομία με από τα χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα στην Ευρώπη, το κράτος διατηρεί ένα από τα υψηλότερα επίπεδα φορολόγησης.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο πόσο φορολογούμε, αλλά πώς και κυρίως ποιους.
Η Ελλάδα – όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει από τα Οικονοκλαστικά – αντλεί το 40,7% των συνολικών φορολογικών εσόδων από ΦΠΑ και Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, δηλαδή τους έμμεσους φόρους που δεν κάνουν καμία διάκριση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, η απόδειξη για τον πιο άδικο φόρο. Πρόκειται για το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ (!), όπου ο μέσος όρος είναι 31,3%. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος “τρέφεται” από την φορολόγηση της καταναλωτικής δαπάνης τω ανθρώπων που ήδη δυσκολεύονται να καταναλώσουν και να επιβιώσουν.
Αν προστεθούν και οι εξαιρετικά υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που αντιστοιχούν στο 28,8% των φορολογικών εσόδων (έναντι 25,5% στον ΟΟΣΑ), γίνεται σαφές γιατί το κόστος εργασίας παραμένει δυσβάσταχτο ειδικά για τους εργαζόμενους. Η εργασία φορολογείται ακριβά — αλλά όχι η εργασία όλων. Όπως τονίζει ο ΟΟΣΑ, ο φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από μισθωτούς και συνταξιούχους.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι συνεισφέρουν αναλογικά πολύ λιγότερα σε σχέση με άλλες χώρες.
Έτσι διαμορφώνεται μια ιδιόμορφη εφιαλτική “αντίφαση” με εκρηκτικούς όρους στο πολιτικό της υπόβαθρο: η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους λόγους φόρων προς ΑΕΠ — πάνω και από τη Γερμανία και από το Ηνωμένο Βασίλειο — αλλά παραμένει χώρα χαμηλών εισοδημάτων, υψηλού κόστους ζωής και μικρής αγοραστικής δύναμης. Και αυτό όταν ήδη μέσα από τα τρία μνημόνια που έχουν προηγηθεί η φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Το τίμημα της δημοσιονομικής προσαρμογής, με άλλα λόγια, πληρώθηκε ακριβά και συνεχίζει να πληρώνεται από τους ίδιους ανθρώπους.
Αυτό το οικονομικό τοπίο γεννά ένα εύλογο ερώτημα, “πόσο μπορεί να αντέξει μια οικονομία που ζητά ολοένα και περισσότερα από αυτούς που έχουν όλο και λιγότερα;” Η παροιμία με τον Χότζα δεν είναι απλώς εύστοχη· είναι μία οικονομική και πολιτική προειδοποίηση που δε αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις…
Γιατί η “ανάπτυξη” που δεν μετριέται με την ευημερία των πολλών, αλλά με την περιορισμένη αντοχή τους στη φορολογική πίεση, δεν είναι ανάπτυξη, είναι υποσχετική… κατάρρευσης. Και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ απλώς το αποτυπώνουν με αριθμούς.