«Η σύσκεψη ήταν λίγο πριν το τέλος της όταν ακούσαμε θορύβους σαν πυροτεχνήματα απο τον δρόμο. Δεν δώσαμε σημασία, γιατί είμασταν χαρούμενοι που βλέπαμε ο ένας τον άλλο μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων».
Και συνέχισε: «Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Ένας άνδρας ντυμένος με μαύρη στολή εμφανίστηκε ακριβώς πίσω μου. Εγω καθόμουν με την πλάτη στην πόρτα. Γύρισα. Ηταν ψηλός, δεμένος και είχε ένα όπλο στα χέρια του. Πιστέψαμε ότι ήταν ένα αστείο. Η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή αλλά όταν έφτασε στα ρουθούνια μας η μυρωδιά από τις εκπυρσοκροτήσεις των όπλων καταλάβαμε ότι δεν ήταν αστείο».
Τότε άρχισαν να εκτελούν….
Ο ίδιος πετάχτηκε από την καρέκλα του και σύρθηκε και χώθηκε κάτω από ένα μικρό τραπέζι.
«Εζησα γιατί απλά δεν με πρόσεξαν», είπε…