Δημοσιογράφος της Deutsche Welle, πλέκει το εγκώμιο στον ΛΕΞ, με αφορμή το live του Έλληνα ράπερ στη Γερμανία.
Τα εισιτήρια για τη συναυλία του ΛΕΞ στις 24 Οκτωβρίου 2025 στο Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου έχουν ήδη εξαντληθεί, γράφει η DW σε σημερινό (19.10.2025) της άρθρο. «Γιατί η ελληνική ραπ απεγκλωβίστηκε από το γούστο ενός μικρού κοινού;», διερωτάται ο συντάκτης.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος πριν δεκαπέντε χρόνια και βάλε. Στο δελτίο ειδήσεων σύμπασα η πολιτική ηγεσία εξαπέλυε ανούσιες πομφόλυγες για τη μεγάλη γιορτή που σίγουρα θα έκαναν τη Μεγαλόχαρη, μητέρα ενός αγωνιστή, να χασμουριέται. Και λίγο μετά, συμπτωματικά, το άκρως αντίθετο από ένα συγκρότημα ραπ που έκανε το support σε συναυλία γνωστού τραγουδιστή.
Όλη η ζωή αίφνης, ανόθευτη και αμείλικτη, στα δικά τους λόγια, μια ποίηση σαν ροκάνα που κροταλίζει, που ενοχλεί το καλό μας γούστο, τους ωραίους ευφημισμούς μας, τις δεμένες γραβάτες μας. Ποίηση για την εκμετάλλευση, την αστυνόμευση, την ανεργία, τους κλειστούς ορίζοντες.
Η ίδια αίσθηση τώρα ακούγοντας ένα ρετσιτατίβο του ράπερ Lex που υποδεχόμαστε την ερχόμενη εβδομάδα και στο Βερολίνο. Αυτή η άδολη φωνή κι αυτοί οι στίχοι που έχουν τη μυρωδιά της αντάρας και τη γεύση της πέτρας:
Τρέμει το βλέφαρο του αριστερού μου ματιού
Σαν κάποιο αρχέγονο κακό να μας γυρεύει παντού
Ως το μέλλον στον καιρό του μολυσμένου ουρανού
Που αλλάζει χρώμα με το πάτημα ενός μόνο κουμπιού
Ταμπέλες neon, διαφημίσεις ψηφιακού οργασμού
Στρατοί φονιάδων στην υπηρεσία του νέου Θεού
Τα ίδια κόζια όπως τα ξες, ανασφάλεια και stress
Κι η φωνή ενός μαλάκα να φωνάζει εντολές
Σκλαβοπάζαρα που κάποιοι ονόμασαν δουλειές
Με το κεφάλι σου σκυφτό τηρείς τις περγαμηνές
Συμπλοκές, αίμα στα πεζοδρόμια, μαχαιριές
Είδα ένα φίλο μου στον ύπνο μου να πέφτει απ’ αυτές
Είδα την έτσι στην πλατεία μ’ ένα φλώρο προχθές
Γιατί ο πόνος είναι αόρατος μα οι ουλές φανερές
Το όραμα μου, πανικός, 40+ πυρετός
Παραλήρημα, λιακάδα και δε βλέπω το φως
Όσοι δε βλέπουν ό,τι βλέπω, λένε «Τι βλέπει αυτός;»
Μα είναι τιμή μου να είμ’ αυτός που τα βλέπει αλλιώς
Λέξεις άστεγες, λέξεις σκλάβες
Στην Ελλάδα γράφεται λοιπόν και μια ποίηση που δεν ξέρει από καλολογικά στοιχεία, μια ποίηση διακεκαυμένη, πυριφλεγέθουσα. Η ίδια αίσθηση και στους στίχους ενός άλλου αποδιοπομπαίου βάρδου, του Έλληνα ποιητή με τσετσενική καταγωγή Γιάζρα Χαλίντ:
Δε χρειαζόμαστε άλλους ποιητικούς κύκλους,
δε χρειαζόμαστε άλλους σεφέρηδες,
στη γειτονιά μου θυσιάζουν τους παρθένους ποιητές·
ράπερς αντιφασίστες στην πλατεία
μαθαίνουν στα πιτσιρίκια να εκπαιδεύουν λέξεις.
Να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι: η τέχνη του ποιητή.
Ζαν Ζενέ, μ’ ακούς;
Οι λέξεις μου είναι άστεγες,
κοιμούνται στα παγκάκια της Κλαυθμώνος
σκεπασμένες με χαρτόκουτα απ’ το Ikea.
Οι λέξεις μου δεν μιλάνε στις ειδήσεις,
κάνουν πεζοδρόμιο κάθε βράδυ.
Οι λέξεις μου είναι προλετάρισσες, σκλάβες όπως εγώ,
δουλεύουν στα φασονάδικα μέρα νύχτα.
Δε θέλω άλλα μοιρολόγια,
δε θέλω άλλα ρήματα που ν’ ανήκουν στον άμαχο πληθυσμό·
χρειάζομαι μια καινούργια γλώσσα, όχι νταβατζιλίκια.
Περιμένω μια επανάσταση να με εφεύρει·
ποθώ τη γλώσσα του ταξικού ανταγωνισμού,
μια γλώσσα που ’χει γευτεί την εξέγερση.
Καμία λέξη δε θα μείνει αιχμάλωτη πίσω·
αναζητώ ένα πέρασμα.