Ανεβαίνει επικίνδυνα το θερμόμετρο μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ΗΠΑ, καθώς ανακοινώθηκαν ευρωπαϊκά αντίμετρα ύψους 72 δισ. ευρώ ως απάντηση στην επιβολή δασμών 30% σε ευρωπαϊκά προϊόντα από την 1η Αυγούστου, μία συνθήκη που δεν αφήνει ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία.
Όπως έχει τονιστεί επανειλλημένα, η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στην αμερικανική αγορά είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 4-5% του συνόλου. Το πλήγμα αφορά κυρίως τον κλάδο των τροφίμων, με προϊόντα-ναυαρχίδες όπως οι βρώσιμες ελιές, η φέτα, το ελαιόλαδο και τα κονσερβοποιημένα φρούτα να βρίσκονται στο στόχαστρο των αμερικανικών δασμών. Οι εξαγωγές φέτας προς τις ΗΠΑ ανέρχονται σε περίπου 53 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ οι ελιές ξεπερνούν τα 210 εκατ. ευρώ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι οι εξαγωγείς, η εφαρμογή δασμού 30% μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μείωση των εξαγωγών κατά 50%.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όμως οι μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι έμμεσες και αφορούν το σύνολο της οικονομίας, μέσα από τη σύνδεση της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή αγορά. Αν η ΕΕ δεχθεί ένα ευρύτερο πλήγμα στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, ιδίως σε κρίσιμους τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η υψηλή τεχνολογία, τότε η γενική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μεταφερθεί νομοτελειακά και στην ελληνική μέσω μέσω μείωσης της καταναλωτικής ζήτησης, της ροής επενδύσεων και του τουρισμού.
Σε ό,τι αφορά τους ευρωπαϊκούς δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, καλύπτουν αμερικανικά προϊόντα συνολικής αξίας 72 δισ. ευρώ. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται τεχνολογικά είδη, αγροτικά προϊόντα και εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σε διάφορους κλάδους της ευρωπαϊκής παραγωγής, άρα και στην εγχώρια.
Για παράδειγμα, επιχειρήσεις στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες ή τεχνολογικό εξοπλισμό αμερικανικής προέλευσης (ακόμη κι αν αυτά περνούν μέσω τρίτων χωρών) θα βρεθούν αντιμέτωπες με αυξημένο κόστος. Μια βιομηχανία που εισάγει χημικά πρόσθετα, ένα εργοστάσιο που χρησιμοποιεί εξαρτήματα από ΗΠΑ για μηχανήματα ή ακόμη και εισαγωγείς καταναλωτικών ειδών θα αντιμετωπίσουν ανατιμήσεις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε ένα τρίτο επίπεδο, αυτή η «κατάρρευση» του διεθνούς εμπορίου (ο Μάρος Σέφτσοβιτς προειδοποίησε πως «ένας δασμός 30% θα ισοδυναμούσε με μια de facto απαγόρευση του εμπορίου») διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό παγκόσμιο περιβάλλον, το οποίο αναμένεται να έχει πολυεπίπεδες συνέπειες για την Ελλάδα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής Ιουνίου 2025, αναφέρει ρητά ότι η συνέχιση και ενδεχόμενη κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική ναυτιλία, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον όγκο και τη ροή του διεθνούς εμπορίου.
Ένας γενικευμένος εμπορικός πόλεμος αναμενόμενα ασκεί μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις συνολικά λόγω της αύξησης των τιμών των προϊόντων, τα οποία παράλληλα καθίστανται λιγότερο ελκυστικά μειώνοντας τον όγκο των διεθνών συναλλαγών και πλήττοντας άμεσα τη ναυτιλία, ιδίως τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων.
Όταν οι μεταφορές μειώνονται, τα πλοία μένουν χωρίς φορτίο και οι ναυλωτές πιέζουν για χαμηλότερους ναύλους. Αυτό οδηγεί σε μείωση των εσόδων των ναυτιλιακών εταιρειών. Ήδη, σύμφωνα με την Έκθεση της ΤτΕ, οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές παρουσίασαν πτώση 8,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους, ενώ ο δείκτης ClarkSea (που αποτυπώνει τη μέση απόδοση των πλοίων) έπεσε κατά 5,6%.
«Οι δασμοί ενδεχομένως θα επηρεάσουν και την ελληνική ναυτιλία σε περίπτωση που προκληθεί επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και μείωση του επιπέδου των ναύλων. Οι εισπράξεις από μεταφορές, κυρίως από τη ναυτιλία, αποτελούν περίπου το 40% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες στην ελληνική οικονομία», αναφέρει η ΤτΕ.
Η πτώση των ναύλων, η αναδιάταξη των εμπορικών ροών και η επαναχάραξη των θαλάσσιων δρομολογίων για την αποφυγή δασμών δημιουργούν ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας για τον ελληνικό στόλο. Τα containerships, που εξυπηρετούν κυρίως το εμπόριο τελικών προϊόντων, επηρεάζονται πρώτα, με άμεσες συνέπειες στις μεταφορές προς τα μεγάλα λιμάνια όπως ο Πειραιάς (άρα και μείωση εσόδων και για τα λιμάνια), την ίδια στιγμή που περιορίζονται και οι επενδύσεις σε νέα πλοία, καθώς οι ναυτιλιακές εταιρείες δεν μπορούν να προβλέψουν με ασφάλεια τη ζήτηση του επόμενου έτους.
Παράλληλα, η αβεβαιότητα που προκαλεί ο εμπορικός πόλεμος μεταφέρεται σε όλο το φάσμα καθώς ανεβαίνει το κόστος χρηματοδότησης από τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από την Εθνική Τράπεζα, η συνολική επίδραση ενός δασμού 30% στο διμερές εμπόριο ΗΠΑ–ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ελληνικού ΑΕΠ ύψους 0,4% έως 0,5% μέχρι το 2026, μέσω μειωμένων εξαγωγών, πτώσης ναυτιλιακών εσόδων και βραδύτερης μεγέθυνσης των ευρωπαϊκών οικονομιών.