Κατεβάζει τον πήχη των προβλέψεων για το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, μαζί και τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας -ενώ προειδοποιεί για το ενδεχόμενο νέων μέτρων αύξησης των τελευταίων ή μείωσης των δημοσίων δαπανών- το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (το οποίο υπάγεται στην Κομισιόν) στην ετήσια έκθεση του για το 2025.
Σε σύγκριση με τις προηγούμενες οδηγίες της Κομισιόν, το σχέδιο (σ.σ. του ελληνικού υπ. Οικονομικών) στοχεύει σε χαμηλότερο επίπεδο δημοσιονομικής φιλοδοξίας που βασίζεται σε σημαντικά πιο αισιόδοξες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης σε συνδυασμό με χαμηλότερη ελαστικότητα των δημόσιων εσόδων σε σχέση με το ΑΕΠ, αναφέρει η ίδια έκθεση.
Σημειώνεται πως αυτή η διαμόρφωση ενέχει τον κίνδυνο μη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων ακόμη και όταν τηρείται η προτεινόμενη πορεία δαπανών.
Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου αναφέρει πως η χρήση πιο αισιόδοξων μακροοικονομικών προβλέψεων στο σχέδιο, βασισμένων σε πιο πρόσφατες προβλέψεις ή δεδομένα υψηλής συχνότητας, θυμίζει την αβεβαιότητα που περιβάλλει τις εκτιμήσεις της δυνητικής παραγωγής σε πραγματικό χρόνο και το κενό παραγωγής που επικρίθηκε στο παρελθόν.
Μια πιο συνετή προσέγγιση θα φαινόταν κατάλληλη, ιδίως επειδή τα βραχυπρόθεσμα σφάλματα θα παγιδευτούν μεσοπρόθεσμα, σημειώνει. Παρ’ όλα αυτά, η Κομισιόν είναι της άποψης ότι το σχέδιο της Ελλάδας πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1263.
Επιπλέον, τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που καθορίζονται στο σχέδιο δημοσιονομικού σχεδίου για το 2025 φαίνεται να επιδεινώνουν το έλλειμμα και να θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων του σχεδίου κατά το εν λόγω έτος.
Μακροοικονομικές προβλέψεις
Οι εκτιμήσεις του σχεδίου για την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ είναι σημαντικά πιο αισιόδοξες από τις εκτιμήσεις στις οποίες βασίστηκαν οι προηγούμενες οδηγίες της Κομισιόν., τονίζει το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Οι ελληνικές αρχές εξηγούν την πρόβλεψη για ισχυρότερη ανάπτυξη με μια διαφορετική αξιολόγηση του οικονομικού κύκλου.
Επίσης τονίζουν ότι οι μακροοικονομικές τους προοπτικές είναι πιο ενημερωμένες και συνεπείς με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ και της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αναμένεται να ανακάμψει μετά από μια παρατεταμένη οικονομική κρίση που εκτείνεται από τη μεγάλη ύφεση του 2008-09 έως την πανδημία.
Στην ίδια έκθεση τονίζεται πως δεν είναι απολύτως σαφές εάν ο αναμενόμενος αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων που παρουσιάζονται στο σχέδιο περιλαμβάνεται στο μακροοικονομικό σενάριο.
Το σχέδιο περιγράφει λεπτομερώς τα κέρδη στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής μεταξύ 2026 και 2028 και αναφέρεται σε «ανοδικούς κινδύνους» που συνδέονται με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων πολιτικής και των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που ορίζονται στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Τον Δεκέμβριο του 2024, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) βρισκόταν σε καθοδική πορεία, σε εποχικά διορθωμένη βάση, και σημαντικά χαμηλότερος από ό,τι τον Μάιο, όταν η Κομισιόν ολοκλήρωσε τις εαρινές της προβλέψεις και προετοίμασε την πορεία αναφοράς για την Ελλάδα.
Από τον Νοέμβριο του 2024, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής δεν έχει αλλάξει σημαντικά από τα στοιχεία του Μαΐου, παρά κάποια αστάθεια. Αυτό εγείρει ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για το 2024 και το 2025 στο σχέδιο.
Γενικότερα, η διαμόρφωση ενός μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου γύρω από βελτιώσεις σε συνεχόμενες προβλέψεις ή δεδομένα υψηλής συχνότητας θυμίζει την αβεβαιότητα που περιβάλλει τις εκτιμήσεις της δυνητικής παραγωγής σε πραγματικό χρόνο και το κενό παραγωγής που έχει επισκιάσει τη δημοσιονομική εποπτεία στο παρελθόν.
Δημόσια οικονομικά και πορεία καθαρών δαπανών
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ. Ωστόσο, από την κορύφωση του 209,4% το 2020, έχει μειωθεί στο 161,9% το 2023.
Η αναθεώρηση αναφοράς των εθνικών λογαριασμών μεταξύ Απριλίου 2024 και κοινοποίησης Οκτωβρίου 2024 αύξησε τον λόγο χρέους κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς περιελάμβανε αναβαλλόμενους τόκους επί δανείων του EFSF, οι οποίοι μετριάστηκαν εν μέρει από μια ανοδική αναθεώρηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Με ποσοστό 34%, η μέση αριθμητική βαθμολογία της Ελλάδας όσον αφορά τη συμμόρφωση με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας την περίοδο 1998-2023 είναι η τέταρτη χαμηλότερη στην ΕΕ.
Ωστόσο, η συμμόρφωση βελτιώθηκε από το 2011-2023 μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας τον Ιούνιο του 2018.
Υποστηριζόμενο από πιο αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις, το σχέδιο στοχεύει σε μια λιγότερο απαιτητική πορεία δαπανών από την πορεία αναφοράς της Επιτροπής: μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,3% έναντι 3,1% την περίοδο 2025-2028.
Η αντίστοιχη μέση ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή – όπως μετράται από την αλλαγή στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού – είναι χαμηλότερη στο σχέδιο.
Η πορεία προσαρμογής του σχεδίου είναι γραμμική. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου του προϋπολογισμού που υποδηλώνεται από την πορεία αναφοράς της Επιτροπής είναι κατά μέσο όρο 0,22 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ: 0,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2025 και 0,16 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως μεταξύ 2026 και 2028.
Η διόρθωση των 0,4 ποσοστιαίων μονάδων για το 2025 προκλήθηκε από ένα αναμενόμενο ονομαστικό διαρθρωτικό έλλειμμα 1,7% του ΑΕΠ το 2024, το οποίο ενεργοποιεί τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας του ελλείμματος.
Χάρη στις υψηλότερες προοπτικές ανάπτυξης, το σχέδιο εκτιμά ότι το ονομαστικό διαρθρωτικό έλλειμμα θα είναι 1,48% του ΑΕΠ, ακριβώς κάτω από το περιθώριο ανθεκτικότητας του 1,5%.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν για το φθινόπωρο του 2024 προβλέπουν διαρθρωτικό έλλειμμα 1,3% του ΑΕΠ, το οποίο βρίσκεται εντός του περιθωρίου ανθεκτικότητας.
Το σχέδιο προσφέρει ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τη δημοσιονομική στρατηγική για την επίτευξη της σχεδιαζόμενης προσαρμογής. Εκφράζει τη φιλοδοξία να βασίσει τη δημοσιονομική στρατηγική του τόσο στην πλευρά των εσόδων όσο και των δαπανών. Ωστόσο, τα ακριβή μέτρα που διέπουν την πορεία προσαρμογής δεν είναι ούτε λεπτομερή ούτε ποσοτικοποιημένα.
Το ελληνικό προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 περιλαμβάνει τόσο διακριτικά μέτρα που συνίστανται στη μείωση των εσόδων όσο και σε περικοπές δαπανών σε ορισμένες κατηγορίες και αυξήσεις σε άλλες.
Συνολικά, αυτά τα μέτρα εκτιμάται ότι θα μειώσουν τα έσοδα κατά 0,3% του ΑΕΠ και θα αυξήσουν τις δαπάνες κατά 0,1% του ΑΕΠ.
Το σχέδιο δικαιολογεί την έλλειψη λεπτομερειών σχετικά με τα δημοσιονομικά μέτρα με έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό να χρειαστούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για την επίτευξη προσαρμογής το 2025, τονίζει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου του 2025.
Στο σχέδιο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει σε καθοδική πορεία. Αυτό είναι παρόμοιο με τις προηγούμενες οδηγίες της Επιτροπής, αλλά βασίζεται σε χαμηλότερη δημοσιονομική προσαρμογή σε συνδυασμό με υψηλότερη δυνητική ονομαστική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι ετήσιες εθνικά χρηματοδοτούμενες δημόσιες επενδύσεις αναμένεται να φτάσουν κατά μέσο όρο το 3,6% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2025-2028. Το σχέδιο υποθέτει χαμηλότερη ελαστικότητα εσόδων προς το δυνητικό ΑΕΠ (ίση με 0,825) από την ενιαία υπόθεση που συνιστά η Επιτροπή, με βάση την εμπειρική βιβλιογραφία και τα αποτελέσματα των εσόδων των τελευταίων ετών.
Ενώ εκ πρώτης όψεως αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια πιο συνετή υπόθεση, συνεπάγεται λιγότερο φιλόδοξους στόχους για το έλλειμμα και δημιουργεί πιθανό περιθώριο για νέα μέτρα για τα έσοδα.
Η Κομισιόν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό σχέδιο πληροί τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1263.
Η αξιολόγηση της Κομισιόν εξηγεί τη διαφορά μεταξύ του σχεδίου και των προηγούμενων κατευθύνσεων της με μια καλύτερη αρχική θέση όσον αφορά το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο το 2024.
Η Κομισιόν αποδέχεται το σκεπτικό των σχεδίων ότι μια χαμηλότερη ελαστικότητα εσόδων – μια απόκλιση την οποία, σύμφωνα με τις δικές της κατευθύνσεις, δεν σκόπευε να αποδεχτεί – εξισορροπεί τις υψηλότερες υποθέσεις για την πιθανή αύξηση του ΑΕΠ.
Καταλήγει, επίσης, στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές στις υποθέσεις, λαμβανόμενες μαζί, οδηγούν σε μια μέση καθαρή αύξηση δαπανών στο σχέδιο που είναι υψηλότερη από την πορεία αναφοράς.
Τα συνολικά συμπεράσματα του Συμβουλίου λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση της Κομισιόν. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο «αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, η διαφορά μεταξύ της πορείας των καθαρών δαπανών στο σχέδιο και της πορείας αναφοράς οφείλεται αποκλειστικά στην ενημέρωση της αρχικής δημοσιονομικής θέσης». Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο φαίνεται να υποτιμά τον ρόλο των αισιόδοξων προβλέψεων για την πιθανή ανάπτυξη στην επίτευξη μιας πιο χαλαρής πορείας δαπανών το 2025 και το 2026, τονίζει η ίδια έκθεση.
