Ως απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα περιέγραψε την κλιματική αλλαγή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνοντας ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν είναι μόνο ένα περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά πλήττουν άμεσα την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τα δημόσια οικονομικά, μιλώντας σε συζήτηση με τη δημοσιογράφο Μάριον Μιχελιδάκη στο 2ο Διεθνές Συνέδριο του ΤΜΕΔΕ.
Ο Γιάννης Στουρνάρας υπενθύμισε ότι η καταστροφή στη Θεσσαλία είχε συνολικό κόστος που εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που επιβαρύνει την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τελικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Εξήγησε ότι όταν παρόμοια γεγονότα επαναλαμβάνονται στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής, δεν πρόκειται για μεμονωμένα επεισόδια, αλλά για διαρκή κίνδυνο που μπορεί να οδηγήσει σε νέα «κόκκινα» δάνεια, σε πίεση στις τράπεζες και σε αύξηση του δημόσιου χρέους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως τόνισε, αν δεν γίνουν εγκαίρως επενδύσεις προσαρμογής και ανθεκτικότητας, η χώρα θα βρεθεί να πληρώνει πάνω από 2 δισ. ευρώ τον χρόνο, περίπου 1% του ΑΕΠ, μόνο για να αποκαθιστά τις ζημιές από την κλιματική κρίση. Γι’ αυτό χαρακτήρισε την προσαρμογή «επένδυση με πολύ μεγάλο όφελος» και όχι απλή δημοσιονομική δαπάνη, σημειώνοντας ότι κάθε έργο ανθεκτικότητας προστατεύει περιουσίες, μειώνει μελλοντικές απώλειες και δημιουργεί παράλληλα νέες θέσεις εργασίας.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο χαμηλό επίπεδο ασφάλισης στην Ελλάδα έναντι φυσικών καταστροφών. Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ στην Ευρώπη ασφαλίζεται κατά μέσο όρο γύρω στο 25% των ζημιών, στη χώρα μας καλύπτεται μόλις το 4%. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση μεγάλων ζημιών, το βάρος πέφτει κατά κύριο λόγο στον κρατικό προϋπολογισμό, περιορίζοντας τα περιθώρια για άλλες δαπάνες, από την κοινωνική πολιτική μέχρι την άμυνα.
Ο Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε ότι δεν είναι ρεαλιστικό όλα τα βάρη της κλιματικής προσαρμογής να μεταφέρονται στο Δημόσιο. Τόνισε την ανάγκη να αναπτυχθούν συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα τόσο στη χρηματοδότηση έργων όσο και στην κάλυψη κινδύνων, αλλά και να ενισχυθεί η ιδιωτική ασφάλιση, ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να είναι λιγότερο εκτεθειμένα σε ακραία φαινόμενα. Όπως είπε, «τίποτα δεν θα είναι μόνο δημόσιο ή μόνο ιδιωτικό», καθώς οι απαιτήσεις για κλιματική προσαρμογή προστίθενται σε άλλες μεγάλες ανάγκες, όπως οι αμυντικές δαπάνες και η στήριξη της κοινωνικής συνοχής.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο σημείο αυτό συνέδεσε ευθέως την κλιματική κρίση με την ανάγκη για μεγάλου ύψους επενδύσεις. Υιοθετώντας την εκτίμηση που παρουσίασε νωρίτερα στην ίδια εκδήλωση η κυβέρνηση, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέφερε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πραγματοποιήσει «πράσινες» επενδύσεις ύψους περίπου 60 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2050. Η μερίδα του λέοντος αυτών των επενδύσεων, όπως είπε, αφορά την ενέργεια, από τα έργα ανανεώσιμων πηγών μέχρι τις υποδομές αποθήκευσης και τα δίκτυα.
Περιγράφοντας το ευρωπαϊκό πλαίσιο, ο Γιάννης Στουρνάρας υπενθύμισε ότι μόνο για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, χωρίς να υπολογίζονται οι επενδύσεις προσαρμογής, απαιτούνται μέχρι το 2030 επιπλέον πόροι της τάξης του 3 έως 3,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κάθε χρόνο. Αυτό αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον ίδιο, σε περίπου 500 με 550 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που δεν είναι δυνατό να καλυφθεί μόνο από τους κρατικούς προϋπολογισμούς και τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Όπως εξήγησε, σήμερα σημαντικό μέρος των σχετικών επενδύσεων καλύπτεται από δημόσιους πόρους, το Ταμείο Ανάκαμψης, τον κρατικό προϋπολογισμό και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ωστόσο, για να καλυφθεί το «δέλτα» των αναγκών, όπως το περιέγραψε, θα πρέπει να κινητοποιηθεί πολύ πιο ενεργά η ιδιωτική αποταμίευση και να κατευθυνθεί σε βιώσιμα, παραγωγικά έργα.
Σε αυτό το πλαίσιο ενέταξε την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, η οποία στοχεύει ακριβώς στη διοχέτευση των διαθέσιμων κεφαλαίων σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, ιδίως σε έναν τομέα όπως η πράσινη μετάβαση που απαιτεί μεγάλους πόρους στην αρχή αλλά υπόσχεται χαμηλότερο ενεργειακό κόστος στο μέλλον. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τόνισε ότι η χώρα έχει συμφέρον να αξιοποιήσει αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, καθώς οι πράσινες επενδύσεις μπορούν να στηρίξουν ταυτόχρονα την κλιματική ανθεκτικότητα και τη σύγκλιση του ελληνικού εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράλληλα, υπενθύμισε ότι οι κεντρικές τράπεζες –και η Τράπεζα της Ελλάδος– έχουν ενσωματώσει την κλιματική διάσταση στα εργαλεία και στις αναλύσεις τους. Ανέφερε ότι το κλίμα λαμβάνεται υπόψη τόσο στις μακροοικονομικές προβλέψεις όσο και στα stress tests των τραπεζών, ενώ από τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων προκύπτουν και οι εποπτικές προσδοκίες για τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες πρέπει να διαχειρίζονται τον κλιματικό κίνδυνο στα χαρτοφυλάκιά τους.
Ο Γιάννης Στουρνάρας κατέληξε ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια μελλοντική ή θεωρητική απειλή, αλλά ένας ήδη ορατός παράγοντας κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υπογράμμισε ότι όσο πιο γρήγορα προχωρήσει η Ελλάδα σε στοχευμένες επενδύσεις ανθεκτικότητας και πράσινης ενέργειας, τόσο μικρότερες θα είναι οι μελλοντικές απώλειες από φυσικές καταστροφές και τόσο πιο ασφαλές θα είναι το τραπεζικό σύστημα και η οικονομία συνολικά.