Ο Π. Χαϊκάλης που από την πρώτη στιγμή έκανε λόγο για προσπάθεια χρηματισμού του στους εισαγγελείς φέρεται τελικά να υποστήριξε ότι ο Γ. Αποστολόπουλος προσπάθησε να τον εκβιάσει:
“Κατάλαβα ότι ο κ. Αποστολόπουλος δεν ήθελε να με δωροδοκήσει αλλά να με εκβιάσει, εμένα και τους ΑΝΕΛ, σαν αργυρώνητο προκειμένου να ψηφίσουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον κ. Δήμα. Κι αφού δεν ήλθε στο ραντεβού και δεν μου έδωσε προσημειωμένα χαρτονομίσματα ήμουν σίγουρος. Είχαμε φοβηθεί με τον κ. Καμμένο ότι το προϊόν της μαγνητοσκόπησης στο ραντεβού στο ξενοδοχείο από εκείνο το ζευγάρι θα παρουσιαζόταν σε κάποια κυριακάτικη εφημερίδα. Γι αυτό και σπεύσαμε κι εμείς να παρουσιάσουμε την υπόθεση”
Το πολιτικό θερμόμετρο έφτασε στα ύψη καθώς εκτός από τους ΑΝ.ΕΛ. που έκαναν λόγο για προσπάθεια χρηματισμού και ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να μιλήσει για σοβαρή υπόθεση πριν αποφανθεί η Δικαιοσύνη και έτσι η ένταση “χτύπησε” κόκκινο.
Η Δικαιοσύνη ωστόσο έβαλε τέλος στην υπόθεση με το πόρισμα του εισαγγελέα Εφετών Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου που θέτει στο αρχείο την καταγγελία.
Ο κ. Παναγιωτόπουλος διατυπώνει την αμφιβολία του για τους ισχυρισμούς του κ. Χαϊκάλη ενώ αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η διερεύνηση της υπόθεσης ως προς τη νομιμότητα καταγραφής της επίμαχης συνομιλίας.
“Δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ούτε προέκυψε η βασιμότητα της καταγγελίας” λέει στο πόρισμά του.
Μάλιστα σε ό,τι αφορά στις κινήσεις των εμπλεκομένων με βάση τους ισχυρισμούς Χαϊκάλη ο κ. Παρανγιωτόπουλος λέει χαρακτηριστικά στο πόρισμα:
“Ο δράστης ενός σοβαρού κακουργήματος δεν μπορεί να προσλαμβάνει μάρτυρες που θα παρακολουθούσαν τα γεγονότα, να τους εγκαθιστά σε θέση που βλέπουν τα πάντα, να τοποθετεί συσκευή παρακολούθησης κάτω από το τραπέζι και να εγκαθιστά κάμερα για να καταγράφει το έγκλημα”
Μάλιστα ο εισαγγελέας εκφράζει και την απορία του γιατί ο κ. Χαϊκάλης δεν προσέφυγε αμέσως στη δικαιοσύνη και μάλιστα σημειώνει ότι όταν ο κ. Χαϊκάλης τελικά απευθύνθηκε στη δικαιοσύνη και πήγε να καταθέσει στις 6 Δεκεμβρίου, εκφράζοντας υποψία για την τυχόν ύπαρξη αποδεικτικού υλικού σε βάρος του με την οποία θα εμφανιζόταν να λαμβάνει χρήματα.