Η πρόωρη αποχώρηση Τραμπ από την συνάντηση του G7 στον Καναδά, εν μέσω κλιμάκωσης της σύγκρουσης Ισραήλ – Ιράν, έχει τροφοδοτήσει σενάρια που προβλέπουν μία απότομη κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Οι πηγές αυτής της φημολογίας για τα επόμενα 24ωρα, επειδή ακριβώς προέρχονται από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, αντιμετωπίζεται πολύ σοβαρά από ισχυρά διεθνή ΜΜΕ. Κάποιες προσπάθειες ερμηνείας αυτών των σεναρίων με βάση τις εξοπλιστικές δυνατότητες του Ιράν, αλλά και ενδεχόμενη μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ υποστηρικτικά στο Τελ Αβίβ, μοιάζουν αληθοφανείς, αλλά τα επόμενα 24ωρα θα δείξουν το τι πραγματικά μπορεί να συμβεί.
Όσο αφορά όμως το ενδεχόμενο κάποιας πιθανότητας «εκτόνωσης» στον ορατό ορίζοντα, πριν συμβούν μη αναστρέψιμες μαζικές καταστροφές στην ευρύτερη περιοχή, είναι άλλες οι κατευθύνσεις αναζήτησης «λύσεων». Και αυτές οι προσδοκίες φαίνεται ότι έχουν βάση τουλάχιστον ως στρατηγικές επιλογές ορισμένων δυνάμεων στην περιοχή.
Σύμφωνα με αυτές, τις «ειρηνευτικές» προσδοκίες, το κλειδί για οποιαδήποτε ρεαλιστική διέξοδο είναι το αν το Ιράν, θα μπορούσε να αποδεχθεί να αποσυρθεί από το πυρηνικό του πρόγραμμα, αλλά με τέτοιο τρόπο και προϋποθέσεις, που να διασφαλίζεται σταθερά και χωρίς επιφυλάξεις το ίδιο απέναντι στις επιθετικές στρατηγικές του Ισραήλ, το οποίο διαθέτει πυρηνικά όπλα. Αυτά τα πυρηνικά τα οποία κανένας διεθνής οργανισμός δεν έχει ζητήσει να ελέγξει ή να μετρήσει μέχρι σήμερα και για τα οποία κανείς δεν αμφιβάλει αλλά και δεν συζητάει δημοσίως στην ευρύτερη περιοχή.
Σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση που ήδη υπάρχει σαν προϋπόθεση και δεν είναι άλλη από εκείνη της επέκτασης της ήδη υπάρχουσας στρατηγικής συμφωνίας μεταξύ Ιράν και Ρωσίας.
Με απλά λόγια το αν η Ρωσία με διεθνή συνθήκη θα αναλάβει επίσημα την κάλυψη του Ιράν στην δική της πυρηνική ομπρέλα…
Μια τέτοια συμφωνία βέβαια προϋποθέτει το πράσινο φως από την Ουάσιγκτον, αλλά και την Κίνα, η οποία μέχρι το ξέσπασμα της σύγκρουσης Ισραήλ – Ιράν, είχε «πετύχει» την μεγαλύτερη διπλωματική ανατροπή στην περιοχή, καθώς με την δική της διαμεσολάβηση έχει ανοίξει και πάλι τις σχέσεις Ιράν – Σαουδικής Αραβίας. Δηλαδή των δύο μεγαλύτερων, εκτός Ρωσίας, ιδιοκτητών και προμηθευτών του πλανήτη με ορυκτά καύσιμα, που μέχρι τότε ήταν «εχθροί» και με την βούλα…
Πληροφορίες που δεν έχουν επιβεβαιωθεί «λένε» ότι αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή του ρόλου της Ρωσίας στην εξασφάλιση του Ιράν, είχε συζητηθεί στο μιας ώρας διάρκειας πρόσφατο τηλεφώνημα Πούτιν – Τραμπ.
Οι ίδιες πληροφορίες όμως λένε ότι κάτι τέτοιο βρίσκει απολύτως αντίθετο τον Νετανιάχου, ο οποίος μετά την Χαμάς στην Γάζα, την Χεζμπολά στον Λίβανο και τις εξελίξεις στην Συρία, φαίνεται να προωθεί σταθερά την στρατηγική διασφάλισης της εσωτερικής του σταθερότητας, με το άνοιγμα διαρκώς νέων εξωτερικών μετώπων στην ευρύτερη περιοχή.
Το προφανές βέβαια εδώ είναι ότι μια εμπλοκή της Ρωσίας σε μία τέτοια επιδίωξη – για την οποία δεν φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία στο εσωτερικό του καθεστώτος της Τεχεράνης – αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την εσωτερική διασύνδεση των μετώπων της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής. Και καθιστά την προοπτική της επόμενης ημέρας στα αυτά μέτωπα αλληλένδετη και με συνέπειες για όσους μέχρι σήμερα επιδιώκουν την διεύρυνση αυτών των δύο μετωπικών συγκρούσεων.
Είναι μέχρι στιγμής τουλάχιστον, επίσης προφανής, η απουσία οποιουδήποτε σημαντικού ρόλου της «Ενωμένης (;) Ευρώπης» η οποία φαίνεται να κινείται σταθερά με μία υστέρηση… φάσης, όσο αφορά την αντίληψη των εξελίξεων στον πραγματικό κόσμο, τόσο στο έδαφος της ευρωπαϊκής ηπείρου, όσο και στην Μέση Ανατολή.
Προς το παρόν όμως φαίνεται πως τα επόμενα 24ωρα και πριν από οποιασδήποτε μορφής προσπάθεια ειρηνευτικής διαμεσολάβησης, η βίαιη κλιμάκωση των εφιαλτικών συγκρούσεων στον ουρανό και την γη της Μέσης Ανατολής, θα είναι η ζοφερή πραγματικότητα στην περιοχή.