Ανοίγοντας χώρο για το επικό μπλοκμπάστερ του Τζέιμς Κάμερον, οι κινηματογράφοι της χώρας υποδέχονται το πολυαναμενόμενο «Avatar: Φωτιά και Στάχτη», για τους αμέτρητους φαν του φραντσάιζ, περιορίζοντας σε τρεις τις υπόλοιπες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα. Στον αντίποδα προβάλλεται το ψυχολογικό θρίλερ «Αυτά Που Σκοτώνεις» του Αλίρεζα Χατάμι, ενώ από το πρόγραμμα δεν λείπει και το παιδικό «Χριστούγεννα με τον Ποντικούλη».
Οι ταινίες κάνουν πρεμιέρα παραμονές των Χριστουγέννων, όπου παραδοσιακά το ενδιαφέρον του κόσμου είναι πιο έντονο. Το «Avatar: Φωτιά και Στάχτη» φιλοδοξεί να γίνει μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της σεζόν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Avatar: Φωτιά και Στάχτη
(“Avatar: Fire and Ash”) Περιπέτεια, επιστημονικής φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Κάμερον, με τους Σαμ Γουόρθινγκτον, Ζόι Σαλντάνα, Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέιτ Γουίνσλετ και Ντέιβιντ Θιούλις.
Για μια ακόμη φορά το εντυπωσιακό υπερθέαμα στα χέρια του μάγου της ψηφιακής εικόνας και του σκηνοθέτη που μπορεί να πάρει στον ύψιστο βαθμό τις αναρίθμητες τεχνολογικές δυνατότητες, χωρίς να προδίδει τον πυρήνα και τη δύναμη του ψυχαγωγικού σινεμά, έρχεται να επιβεβαιωθεί σε αυτή την τρίτη συνέχεια του εμπορικότερου φραντσάιζ.
Ο κινηματογράφος, έχοντας μπει σε νέα φάση τις τελευταίες δεκαετίες, θέλει να καλύψει τις αχόρταγες ορέξεις του ευρύτερου κοινού, το οποίο έχει μάθει, έχει εκπαιδευτεί, να καταναλώνει ακόρεστα συνεχώς εικόνες, για νέες ακόμη πιο εντυπωσιακές ταινίες, πολλές φορές ενός σύμπαντος που υπάρχει μόνο στη φαντασία ή να ξεπερνά ακόμη και αυτήν. Όπως ο Τζέιμς Κάμερον, που γνωρίζοντας πολύ καλά το παιχνίδι και τη δύναμη του κινηματογράφου, μπορεί να πυροδοτεί τις αισθήσεις του ευρύ κοινού και να επιχειρεί να διαψεύσει την αρχή του Τσάρλι Τσάπλιν ότι για μια ταινία χρειάζονται μόνο ένα πάρκο, ένα ωραίο κορίτσι και ένας αστυνόμος. Το πάρκο μετατρέπεται διά μαγείας σε ολόκληρο πλανήτη, το κορίτσι σε πανέμορφα ξωτικά και ο αστυνόμος σε μια ανελέητη σύγκρουση φατριών και πολιτισμών. Και κάνει την τεχνητή νοημοσύνη να μοιάζει ξεπερασμένη…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με έναν προϋπολογισμό, που θα κάλυπτε το χρέος μίας μικρής χώρας, ο Κάμερον, δεν θα διαψεύσει το φανατικό κοινό του, προσφέροντας και πάλι ένα επικό υπερθέαμα, που μπορεί να διακατέχεται από μια σεναριακή απλοϊκότητα, με τα γνωστά οικολογικά μηνύματα ή τις ιστορικές αναφορές στην αποικιοκρατία και τον επιδερμικό πολιτικό στοχασμό, αλλά παραμένει πιστός και απόλυτα προσηλωμένος στη συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσουν οι ψηφιακά επεξεργασμένοι ήρωές του και το όραμά του για ένα σινεμά υψηλής τεχνολογίας.
Αν στην προηγούμενη ιστορία του, ταξιδέψαμε στη θάλασσα για να επικοινωνήσουμε με τις φάλαινες που κλαίνε, για την καταστροφή των ωκεανών, τώρα η ιστορία μάς τραβά στην καμένη καρδιά των ηφαιστειακών άγονων εκτάσεων της Πανδώρας. Η οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι αντιμετωπίζει τη θλίψη μετά τον θάνατο του Νετέγιαμ, συναντώντας μια νέα επιθετική φυλή, τη Φυλή της Στάχτης, της οποίας ηγείται ο αιμοδιψής Βαράγκ, ενώ γρήγορα και μετά την έλευση των τρομερών Πολεμιστών Μεγάλων Πεδιάδων, η σύγκρουση γιγαντώνεται και συγχρόνως αναδύεται ένα νέο ηθικό ζήτημα.
Έτσι κι αλλιώς το ανεξάντλητο στόρι, που μεγεθύνεται συνεχώς και δημιουργεί νέους χαρακτήρες, ανασυνθέτει παλιούς και στήνει ενδιαφέρουσες υποπλοκές – χρήσιμες και για τη μελλοντική προοπτική του φραντσάιζ – μικρή σημασία έχει μπροστά στο εκθαμβωτικό μεγαλείο των εικόνων.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται το ίδιο θεαματικά με τις προηγούμενες, καθώς το απίστευτο 3D, η εμπνευσμένη σκηνογραφία και η πληθωρική ροή καλύπτουν τις αδυναμίες του σεναρίου, που πατά μονότονα πάνω στην αρχική ιδέα και στα μοτίβα μίας κλασικής περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας και δράσης, που δύσκολα μπορεί να περιοριστεί σε πλαίσιο, να βάλει τελεία στο κινηματογραφικό σύμπαν που έφτιαξε ο Κάμερον.
Και αν αυτή τη φορά δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κλαίνε τα δέντρα και γιατί η φύση πρέπει να προστατευτεί, μάλλον είναι ακατανόητο γιατί το φιλμ, που αναμένεται να σπάσει και πάλι τα ταμεία, έπρεπε να είναι μεγαλύτερης διάρκειας από τρεις ώρες και πολλές φορές να ανακυκλώνεται εμφατικά – ίσως και ως ένδειξη μιας κινηματογραφικής φιλαυτίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι αντιμετωπίζει τη θλίψη μετά τον θάνατο του Νετέγιαμ, συναντώντας μια νέα φυλή, τον Λαό της Στάχτης, οι οποίοι ηγούνται των φλογερών Βαράνγκ, καθώς η σύγκρουση στην Πανδώρα κλιμακώνεται και αναδύεται ένα νέο ηθικό ζήτημα.
Αυτά Που Σκοτώνεις
(“The Things You Kill”) Δραματικό θρίλερ, καναδικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Αλίρεζα Χατάμι, με τους Έκιν Κοτς, Ερτζάν Κεσάλ, Ερκάν Κολτσάκ Κοστεντίλ, Χαζάρ Εργκούλου κα.
Σαν εφιάλτης που κόβει την αναπνοή, ιδρώνει και ζαλίζει το κεφάλι, το σκοτεινό όσο και καθηλωτικό θρίλερ του Αλίρεζα Χατάμι, μοιάζει σαν ο Κιαροστάμι να εμπνεύστηκε από τη «Χαμένη Λεωφόρο» του Ντέιβιντ Λιντς και με το στόρι να μετοικεί στην τουρκική επαρχία.
Όλα αυτά τα άκρως υποσχόμενα και ενδιαφέροντα οφείλονται στον Ιρανοκαναδό σκηνοθέτη, Αλίρεζα Χατάμι, σεναριογράφο και σταθερό συνεργάτη του Ασγκάρ Φαραντί, που με την εμπειρία του πάνω σε δυο μεγάλες σχολές, του Ιράν και του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, παραδίδει, αν μη τι άλλο, ένα αξιοπρόσεκτο, βραδύκαυστο ψυχολογικό θρίλερ, με πινελιές σουρεαλισμού.
Με τα βραβεία σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Sundance, καλύτερης καναδικής ταινίας στο φεστιβάλ του Βανκούβερ και ως εκ τούτου επίσημη πρόταση του Καναδά για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, το ραντάρ, των πολλά υποσχόμενων σκηνοθετών, πιάνει τον Χατάμι, σε μια δημιουργική του φάση, που ενδεχομένως να έχει πολλά περισσότερα να μας δείξει στο μέλλον.
Ο Άλι, ένας Τούρκος καθηγητής πανεπιστημίου στις ΗΠΑ, στοιχειώνεται από τον ύποπτο θάνατο της άρρωστης μητέρας του στην Τουρκία. Κατά τη διάρκεια της πένθους του, ο Αλί αποκαλύπτει τη δυσαρέσκειά του για τον αποξενωμένο πατέρα του και γίνεται φίλος με έναν κηπουρό. Τον Ρεζά, τον οποίο επιστρατεύει για να εκδικηθεί τον θάνατο της μητέρας του. Τα παλιά θαμμένα οικογενειακά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια, ενώ η αστυνομία σφίγγει τον κλοιό γύρω του και οι αμφιβολίες αρχίζουν να κλονίζουν τη συνείδησή του και τα βάθη της ίδιας του της ψυχής.
Μεταφέροντας το στόρι στην Τουρκία, όπου έκανε και τα γυρίσματά του, λόγω του θέματός του, αυτού της πατριαρχικής βιαιότητας, ο Χατάμι θα μιλήσει με θάρρος για την απώλεια, τα οικογενειακά μυστικά, την ανάγκη για λύτρωση, από τα βλαβερά στερεότυπα, ενώ με τόλμη θα μπει και σε ακόμη πιο δύσκολα μονοπάτια, όταν ο ήρωάς του, ένα σύμβολο υπαρξιακής συντριβής, θα πρέπει να θάψει κομμάτια του εαυτού του για να συνεχίσει να υπάρχει.
Η έντονη αισθηματική ατμόσφαιρα και η σύζευξη των ονείρων με την πραγματικότητα, αναδεικνύεται από την έξοχη φωτογραφία του Μπατόζ Σβινιάρσκι, ενώ ο σκηνοθέτης σφίγγει δίχως έλεος την αφήγησή του προμηνύοντας το δυσοίωνο. Η αντιπαράθεση του ήρωα με τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού του, με χειρότερη εκείνη της ομοιότητάς του με τον πατέρα του, αλλά και τη μεταμόρφωσή του σε έναν βίαιο άντρα, αντανακλούν το τραυματικό παρελθόν πάνω του, κάτι που επιχειρεί να διαγράψει, με τον πιο σκληρό τρόπο.
Δίχως άλλο, με την εν μέρη αυτοβιογραφική ταινία του, ο Χατάμι καταφέρνει, κινηματογραφώντας συναρπαστικά, να κρατήσει το ενδιαφέρον της, διαθέτοντας αρκετά έξοχα πλάνα, αλλά και να χάνει ορισμένες φορές το μέτρο και τη συνοχή της, ενώ εξαιρετικός είναι στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Έκιν Κοτς, με τον αμφίσημο χαρακτήρα του, προϊόν ενός παρακμιακού συνδυασμού Ανατολίτη και Δυτικού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας Τούρκος καθηγητής στις ΗΠΑ, οργίζεται από τον ύποπτο θάνατο της άρρωστης μητέρας του στην Τουρκία, υποψιάζεται τον αποξενωμένο πατέρα του και γίνεται φίλος με έναν κηπουρό, τον οποίο επιστρατεύει για να εκδικηθεί το θάνατο της μητέρας της.
Η Αγγελία
(“The Housemaid”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Πολ Φέιγκ, με τους Αμάντα Σάιφριντ, Σίντνεϊ Σουίνι, Μπράντον Σκλέναρ, Μέγκαν Φέργκιουσον, Μικέλε Μορόνε, Ελίζαμπεθ Πέρκινς κα.
Το πολυδιαφημισμένο μπεστ σέλερ «The Housemaid» της γιατρού και συγγραφέως Φρέινταν ΜακΦάντεν, μεταφερμένο πιστά στη μεγάλη οθόνη, από τον, κινούμενο πάντα στα ρηχά, σκηνοθέτη Πολ Φέιγκ και με πρωταγωνιστικό ντουέτο τις σχεδόν δίδυμες εμφανισιακά Αμάντα Σάιφριντ και Σίντνεϊ Σουίνι, σε ένα εύπεπτο ψυχολογικό θρίλερ, για το ευρύ κοινό.
Θέλοντας εμφανώς να εξαργυρώσουν την τεράστια εμπορική επιτυχία του βιβλίου και στα γκισέ των κινηματογράφων, οι παραγωγοί ρίχνουν όλα τα πετυχημένα κλισέ του είδους στο παιχνίδι των εντυπώσεων και φυσικά τις πρωταγωνίστριες Σάιφριντ, το κορίτσι του «Mamma Mia!» και Σουίνι, την οποία το Χόλιγουντ προσπαθεί να προωθήσει με κάθε τρόπο ως τη νέα σταρ του αμερικάνικου σινεμά.
Η Μίλι, μία νεαρή γυναίκα, με ταραγμένο παρελθόν και έχοντας περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια σε φυλακή, θέλοντας να ξεφύγει από το παρελθόν της, θα πάρει, ανέλπιστα, μία δουλειά ως οικιακή βοηθός, σε μία έπαυλη, ενός πλούσιου ζευγαριού. Η Μίλι, θα αγνοήσει τα ανησυχητικά σημάδια και τις παραξενιές της Νίνα, της γυναίκας και μητέρας ενός γοητευτικού συζύγου, που δείχνει να ελέγχει την κατάσταση. Η Μίλι, δεν ανησυχεί, όμως, ούτε όταν το δωμάτιό της, που μοιάζει περισσότερο με κελί και κλειδώνει μόνο απ’ έξω. Όλα αρχίζουν να αλλάζουν, όταν ο Ιταλός κηπουρός, που μιλάει ελάχιστα αγγλικά, προσπαθεί να την προειδοποιήσει για τους κινδύνους που κρύβει η νέα εργασία της.
Το βραδυφλεγές θρίλερ του Φέιγκ, που έχει προϋπηρεσία σε ευχάριστες περιπετειούλες κατά κύριο λόγο («Φιλενάδες», «Ντουέτο εν Δράσει») επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κλίμα ανησυχίας και ψυχολογικού τρόμου, μέχρι να αποκαλύψει αρκετά γρήγορα ότι πίσω από όλα κρύβεται η τρέλα του συζύγου της Άνι, την οποία κακοποιεί ψυχολογικά και σωματικά, φέρνοντας στα όρια της παραφροσύνης.
Κάτι που έχουμε δει αρκετές φορές, σε διάφορες παραλλαγές, αν και εδώ επιχειρείται ως ένα βαθμό να περάσει και μηνύματα για θέματα που αφορούν την κοινωνική τάξη, την ταυτότητα, το καταστροφικό βάρος της τελειότητας, για μια νέα γυναίκα.
Η Νίνα είναι η γυναίκα που ασφυκτιά κάτω από τις προσδοκίες που συνδέονται με τον πλούτο και την εικόνα μίας τέλειας οικογένειας, το γάμο και τη μητρότητα, ενώ η έπαυλις γίνεται η συμβολική αρένα, όπου και οι δυο γυναίκες αγωνίζονται, με διαφορετικούς τρόπους, για να ανακτήσουν την χειραφέτησή τους.
Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η τοξική αντρική βούληση, μία σεναριακή και σκηνοθετική ευκολία, που συμπαρασύρει οτιδήποτε άλλο και φυσικά να μένουν στην επιφάνεια σαν σαπουνόφουσκες τα μηνύματα που θα ήθελε να περάσει το φιλμ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Προσπαθώντας να ξεφύγει από το παρελθόν της, η Μίλι δέχεται μια δουλειά ως οικιακή βοηθός για ένα πλούσιο ζευγάρι, την Νίνα και τον Άντριου Γουίντσεστερ, αγνοώντας τα ανησυχητικά σημάδια.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Χριστούγεννα με τον Ποντικούλη
(“A Moushunt for Christmas”) Ακόμη μία χριστουγεννιάτικη ταινία για όλη την οικογένεια, που συνδυάζει το ψηφιακό animation με τη ζωντανή δράση, σε νορβηγική παραγωγή και σκηνοθεσία του Χένρικ Μάρτιν Νταλσμπάκεν. Αρκετά χαριτωμένη και πιο ενδιαφέρουσα από τα συνήθη, η ταινία, που προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, θέλει μία οικογένεια ποντικών σε ένα εξοχικό να δέχεται απρόοπτα την επίσκεψη μιας οικογένειας, που ο πατέρας του Ποντικούλη θεωρεί τα ποιο επικίνδυνα πλάσματα στον πλανήτη. Υπάρχει, όμως και το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Η τελευταία παραγωγή (2023) του Νίκου Αλευρά, γνωστού από το φιλμ «Πέφτουν οι Σφαίρες Πέφτουν Σαν Βροχή», που προκάλεσε σάλο ακόμη και αρκετά χρόνια μετά την πρεμιέρα της το 1977, χαρακτηρίζεται ως η πιο αδιανόητη ταινία όλων των εποχών, «μια βουβή κωμωδία που… ουρλιάζει» και θέτει μέσα από πενήντα φανταστικούς χαρακτήρες και μια ροή εικόνων και συμβολισμών υπαρξιακά ερωτήματα: Ποιος κυνηγάει ποιον; Πού βρίσκεται η Ευτυχία; Πού βρίσκεται η Αγλαΐα; Γιατί ζούμε; Γιατί αγαπάμε;
Για τους τολμηρούς και ανοιχτούς στο ιδιότυπο χιούμορ του Αλευρά, η συνέχεια επί της οθόνης.
* Επίσης, στο γνωστό κινηματογραφικό στέκι της Πλατείας Αμερικής, Studio, προβάλλεται σε επανέκδοση και η καλτ αναρχική ταινία του Αλευρά «Πέφτουν οι Σφαίρες σαν το Χαλάζι».