Δεν δόθηκε καν η συνήθης προσοχή από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, πολύ περισσότερο από τα διεθνή. Αναφερόμαστε στις αναφορές των ευρωπαϊκών ΜΜΕ στην κεντρική ομιλία της Προέδρου της Κομισιόν στο Ευρωκοινοβούλιο Φον Ντερ Λάϊνεν, για την «κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση» ή κατά την αμερικανική ορολογία “State of the Union”.
Εκεί στο Στρασβούργο, την περασμένη Τετάρτη η πρόεδρος της Κομισιόν επρόκειτο να παρουσιάσει την κατάσταση στην Ε.Ε. και να δείξει τις γραμμές πάνω στις οποίες κινείται η Ευρώπη τόσο στα οικονομικά όσο και γεωπολιτικά μεγάλα ζητήματα.
Κατά γενική ομολογία το μόνο που μπορεί να πει κανείς μετά το τέλος της ομιλίας της είναι ότι αφ’ ενός κανείς δεν ξέρει – μετά την ομιλία – τίποτα περισσότερο από όσα ήξερε πριν για την κατάσταση της Ε.Ε. παρά μόνο ένα: στην Ε.Ε. δεν υπάρχει «κοινή γραμμή» για κανένα από τα κύρια ζητήματα σήμερα, είτε όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, είτε στον πόλεμο στην Γάζα, είτε πολύ περισσότερο στην οικονομική προοπτική για την Ευρωζώνη.
Και όχι μόνο αυτό. Μετά το τέλος της «παρουσίασης» η πρόεδρος της Κομισιόν βρίσκεται – και πάλι – μπροστά σε άλλη μία πρόταση μομφής από μερίδα των ευρωβουλευτών, που θα την υποχρεώσει να απολογηθεί για τα πεπραγμένα της για άλλη μία φορά στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αναμφίβολα στην καρδιά αυτής της «ακυβερνησίας», γιατί περί αυτού ουσιαστικά πρόκειται όταν δεν υπάρχει κοινή στρατηγική γραμμή στην Ε.Ε. που να εκφράζεται βασικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να εφαρμόζεται από την Κομισιόν, βρίσκεται η αποσταθεροποίηση του γαλλο-γερμανικού άξονα.
Ο γαλλο-γερμανικός άξονας
Τόσο ο «γαλλικός» πόλος όσο και ο «γερμανικός» πόλος, δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την Ευρωζώνη και το Ευρώ. Το αντίθετο, αποτελούν πλέον πεδίο κρίσης για την Ε,Ε.
Ιδιαίτερα η κρίση στην Γαλλία και το προφανές αδιέξοδο της νέας κυβέρνησης που διόρισε ο πρόεδρος Μακρόν, αποτελεί την «Αχίλλειο πτέρνα» για την Ε.Ε. Όπως χαρακτηριστικά μεταφέρουν οικονομικά ΜΜΕ «η Γαλλία περιμένει τις αγορές να την …κατασπαράξουν». Η υποβάθμιση είναι ασφαλώς μία σαφής προειδοποίηση. Και έρχονται νέες ανησυχητικές προειδοποιήσεις από τους Οίκους Αξιολόγησης.
Αλλά αυτή την φορά ο ιμάντας αυτής της ασφυκτικής πίεσης δεν θα είναι το εθνικό νόμισμα το «γαλλικό» φράγκο, αλλά το «ευρωπαϊκό» Ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τα φαινόμενα οι αγορές δεν θα κινηθούν αμέσως. Θα περιμένουν να δουν τα αποτελέσματα του πολιτικού ζιγκ – ζαγκ που είναι έτοιμη να επιχειρήσει η κυβέρνηση του κ. Σ. Λεκορνί. Πρώτα με μία απόπειρα να «κερδίσει» μία έστω και προσωρινή συμμαχία με την «κεντρο-αριστερά» αποσπώντας την από τον Μελανσόν και στην συνέχεια, αν αποτύχει όπως όλα δείχνουν, με μία σημαντική πτέρυγα της «δεξιά» της Λεπέν με την οποία διατηρεί εξαιρετικές προσωπικές σχέσεις.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως για τον Μακρόν είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν «μερίδες» ούτε της «αριστεράς», ούτε της «άκρας δεξιάς», που να είναι διατεθειμένες για προσωρινά οφέλη να…αυτοκτονήσουν μαζί του. Εκεί, ή και πριν από αυτό το τέλος, περιμένουν οι «αγορές» που ήδη μυρίζουν… αίμα, τόσο στα γαλλικά ομόλογα όσο και στις γαλλικές μετοχές, αλλά και ότι συνδέεται μαζί τους μέσω του γαλλικού τραπεζικού συστήματος.
Τι μπορεί να κάνει τώρα η ΕΚΤ
Και το ερώτημα εκεί είναι τι θέλει και τι είναι σε ετοιμότητα να κάνει η ΕΚΤ. Γιατί στις «στιγμές» αυτές τίθεται το μέγα ζήτημα ποιος θα πληρώσει για να «σωθεί» έστω και έτσι η Γαλλία της οποίας το μέγεθος ασφαλώς δεν έχει να κάνει σε τίποτα με εκείνο της Ελλάδας στην κρίση του 2010 – 2012. Το «εργαλείο» που έχει στην διάθεσή της η ΕΚΤ είναι μία εξελιγμένη μορφή του APP, που τώρα λέγεται TPI. Με αυτό η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει – υπό αυστηρές δημοσιονομικές προϋποθέσεις – γαλλικά ομόλογα για να σώσει από την χρεοκοπία την Γαλλία που χρωστάει πάνω από 3,3 τρις. ευρώ σε δημόσιο χρέος. Το μεγάλο πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος της, αλλά το τραπεζικό της σύστημα το οποίο είναι «μοχλευμένο» σε ανυπολόγιστο εύρος με σύνθετα και παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.
Οι γαλλικές τράπεζες έχουν το μέγεθος και κυρίως τις διασυνδέσεις να συμπαρασύρουν τον άλλο ευάλωτο ευρωπαϊκό κρίκο, την Ιταλία περισσότερο και λιγότερο την Ισπανία και την Γερμανία, καθώς η Deutsche Bank τα τελευταία χρόνια προσπαθεί εναγωνίως να απαλλαγεί από το βάρος της εμπλοκής της στην «σκοτεινή» αγορά των παραγώγων.
Στην τελευταία δημόσια τοποθέτησή του ο πρόεδρος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας κ. Νάγκελ, διακριτικά αλλά με σαφήνεια, προειδοποίησε τους συναδέλφους του στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, ότι η θέση της Γερμανίας σ’ αυτή την κρίση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, παρά μόνο αν οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του TPI εφαρμοσθούν.
Αλλά ακριβώς αυτό δεν είναι εκείνο που δεν μπορεί να κάνει ο Μακρόν και οι κυβερνήσεις του; Λόγω αυτής της αδυναμίας δεν καταρρέει η 5η Δημοκρατία; Ποιος θα το κάνει, ποιος θα κόψει τις δημόσιες δαπάνες, τις συντάξεις, θα κόψει τους μισθούς και θα αυξήσει την εντατικοποίηση της εργασίας εκεί που ο Μακρόν δεν μπορεί να κάνει βήμα;
Το αδιέξοδο είναι πλέον οικονομικό και πολιτικό.
Και η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να ενεργήσει όπως με την «μικρή» Ελλάδα επιβάλλοντας τρία μνημόνια και μία χωρίς προηγούμενο «σφαγή» σε συντάξεις μισθούς και δημόσιες δαπάνες… Πολύ περισσότερο τώρα που η Γερμανία δεν είναι εκείνη της Μέρκελ, αλλά ενός ασταθούς πολιτικού συστήματος που απειλείται ευθέως πλέον από την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και την ισχυροποίηση του AfD, σε συνθήκες οικονομικής συρρίκνωσης απέναντι στην πίεση των ΗΠΑ και της Κίνας.
Με απλά λόγια, δεν είναι η «αδυναμία» ενός γραφειοκράτη των Βρυξελλών, αυτή που απεικονίστηκε στην ομιλία για το “State of the Union” από την κα Φον Ντερ Λάϊνεν, αλλά το μεγάλο «υπαρξιακό» πλέον πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκφράσθηκε με τα αδύναμα λόγια της προέδρου της Κομισιόν.
Και η επόμενη ημέρα θα είναι περισσότερο δύσκολη, καθώς η απειλή της εισόδου των «αγορών» στο παιχνίδι αυτό μπορεί να το κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον θα ήταν μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς ότι – ανεξαρτήτως του τι λέγεται και τι ακούγεται – οι πολιτικές προοπτικές και οι “στρατηγικοί” σχεδιασμοί δεν έχουν αρχίσει να αλλάζουν και στην Αθήνα…