Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026 έχει ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό φέτος. 

Ενώ αφορά τα ιδιαίτερα οικονομικά της Ελλάδας, για πρώτη φορά είναι υποχρεωμένος να περάσει θέλει δεν θέλει από τις … συμπληγάδες της διεθνούς συγκυρίας.

Με άλλα λόγια είναι ενας προϋπολογισμός που υποχρεώνεται να πειθαρχήσει σε ένα δίλημμα που διαπερνά πλέον όλη την Ευρώπη. Το πως δηλαδή θα χρηματοδοτείται η νέα «αμυντική πραγματικότητα» που επιβάλλει το NATO, χωρίς να εκτροχιαστεί η «δημοσιονομική σταθερότητα» και μάλιστα αυτό, να πρέπει να γίνει, σε μία κρίσιμη στιγμή απομείωσης του δημόσιου χρέους, σε μία ευρωπαϊκή οικονομία που ακροβατεί στα όρια της στασιμότητας.

Την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης παρουσίασε στη Βουλή έναν προϋπολογισμό που περιγράφεται ως «ρεαλιστικός, κοινωνικός και αναπτυξιακός». Αυτός προβλέπει ανάπτυξη 2,4% και νέα μείωση του δημοσίου χρέους στο 138,2% του ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να συνεχίσει την επιθετική στρατηγική πρόωρων αποπληρωμών των (ακριβών) δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF, των 52 δις ευρώ), με νέο πακέτο 5,287 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο. Να συνεχίσει δηλαδή την «τάση» που έχει μειώσει σημαντικά το υπόλοιπο των διμερών δανείων της Ευρωζώνης.

Όμως η «εξίσωση» έχει στο μεταξύ αλλάξει.

Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής του NATO στη Χάγη, όπως είναι γνωστό, συμφώνησε σε αύξηση αμυντικών δαπανών: 5% του ΑΕΠ έως το 2035, με τουλάχιστον 3,5% για βασικές αμυντικές ανάγκες, ήτοι  υπερδιπλασιασμός του προηγούμενου στόχου. Για την Ελλάδα, που ήδη δαπανά περίπου 3,1% του ΑΕΠ στην άμυνα και προέβλεψε 6,13 δισ. ευρώ για το 2025, η συμμόρφωση με τον νέο κανόνα σημαίνει άμεση αύξηση περίπου 1 δισ. ευρώ και κάτι εκατομμύρια επιπλέον μέσα στο 2026.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι έχει αλλάξει και το οικονομικό περιβάλλον στον οποίο «λειτουργεί» η εγχώρια οικονομία και ειδικά το ευρωπαϊκό. Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης — ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Ελλάδας — επιβραδύνεται επικίνδυνα. Αρκεί και μόνο να δώσει προσοχή κανείς στις τελευταίες δηλώσεις της Λαγκάρντ που έμμεσα προειδοποιούν για την … αξιοπιστία των προβλέψεων που έχουν γίνει. Η Κομισιόν για παράδειγμα προβλέπει ανάπτυξη μόλις 1,1% για το 2025 στην ΕΕ και 0,9% στην Ευρωζώνη. Και η επιβράδυνση επιτείνεται από την αβεβαιότητα στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την υιοθέτηση νέων δασμών.

Η Γερμανία, παραδοσιακή «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, βρίσκεται στη βαθύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας της Handelsblatt Research Institute, η οικονομία της συρρικνώθηκε για τρία συνεχόμενα έτη, εξέλιξη πρωτοφανής από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ισχνή – υπεραισιόδοξη πρόβλεψη  – ανάκαμψη 1,2% το 2026 δεν αρκεί για να αντιστρέψει το κλίμα.

Για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε μειωμένη ζήτηση για εξαγωγές, πιέσεις στον τουρισμό και σαφώς πιο επιφυλακτικό επενδυτικό περιβάλλον. Με τους νέους δασμούς να αναμένεται να συγκρατήσουν την ανάπτυξη της Ευρωζώνης γύρω στο 1,1% το 2026, ο οικονομικός ορίζοντας σκοτεινιάζει, πολύ περισσότερο που το 2026 τον Αύγουστο μας τελειώνει και το Ταμείο Ανάκαμψης που αποτελεί το βασικό μέχρι στιγμής επενδυτικό εργαλείο για την ελληνική οικονομία.

Πέρα από τα «εθνικά» διλήμματα, οι αριθμοί για την Ευρώπη συνολικά είναι αποκαλυπτικοί.

Η S&P Global Ratings εκτιμά ότι μόνο για τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ μπορεί να δουν το δημόσιο χρέος τους να αυξάνεται κατά 2 τρισ. δολάρια έως το 2035. Παράλληλα, η European Trade Union Confederation προειδοποιεί ότι οι περισσότερες χώρες δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν τον στόχο χωρίς μεγάλες περικοπές στις συνήθεις δημόσιες δαπάνες (υγεία, παιδεία, πρόνοια, κ.λ.π.), νέους φόρους ή χαλάρωση των κανόνων.

Για την Ελλάδα, όπου οι αμυντικές δαπάνες ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ ετησίως και μεγάλο μέρος τους αφορά εισαγόμενα οπλικά συστήματα, το πρόβλημα δεν είναι μόνο δημοσιονομικό αλλά και ταμειακό.

Κάθε ευρώ που κατευθύνεται σε εξοπλισμούς είναι ένα ευρώ που δεν επενδύεται σε τομείς με εγχώριο πολλαπλασιαστικό όφελος σε υγεία, παιδεία, υποδομές, κ.λ.π.

Ο προϋπολογισμός του 2026 προβλέπει παραλαβές εξοπλιστικών ύψους 2,3 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 600 εκατ. σε σχέση με το 2025. Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί ισχυρότερη εγχώρια επενδυτική ώθηση για να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης που υπόσχεται η κυβέρνηση από άλλες «άγνωστες» προς το παρόν πηγές δεδομένου ότι αποχαιρετούμε με τα μέχρι στιγμής δεδομένα το Ταμείο Ανάκαμψης.

Μπορεί κανείς να τρέχει δύο…μαραθώνιους;

Μέσα στις συνθήκες αυτές η «στρατηγική» επιλογή της κυβέρνησης φαίνεται να στοχεύει σε μια δύσκολη έως και αδύνατη ισορροπία. Από την μία πρόωρες αποπληρωμές χρέους και από την άλλη ταυτόχρονη εφαρμογή εξοπλιστικού προγράμματος 25 δισ. ευρώ έως το 2037. Όμως ο ρεαλισμός και η ανθεκτικότητα αυτής της «στρατηγικής» εξαρτάται από το ευρύτερο περιβάλλον. Αν η ευρωπαϊκή επιβράδυνση, όπως διαφαίνεται και προειδοποιεί η ΕΚΤ, παραταθεί, τα έσοδα από εξαγωγές, τουρισμό και κατανάλωση ασφαλώς δεν μπορεί να επαρκούν για να καλυφθούν οι στόχοι.

Η Allianz Trade προβλέπει για την ευρωπαϊκή οικονομία ανάπτυξη μόλις γύρω στο 1% το 2025–2026, με γεωπολιτικές εντάσεις που μπορεί να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση να «πιέζει» τον ορίζοντα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί να τρέχει δύο μαραθώνιους — αποπληρωμή χρέους και επανεξοπλισμό — με όλο και λιγότερα «καύσιμα».

Το παλιό ευρωπαϊκό δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» επιστρέφει, αλλά με μία διαφορετική μορφή για την Ελλάδα, «πόλεμος ή χρέος» γιατί το θέμα του βούτυρου είναι χαμένη υπόθεση από καιρό…

Και η τελική απάντηση εδώ στα διλλήματα αυτά θα καθορίσει και θα καθοριστεί όχι μόνο από τους «δημοσιονομικούς δείκτες», αλλά κυρίως από την ικανότητα στήριξης της κοινωνικής συνοχής πριν μιλήσει κανείς για τις «επενδύσεις» του μέλλοντος.