Σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και επιπλέον 26 χρόνια, καταδικάστηκε σήμερα (15.10.2025) από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας ο δολοφόνος με το τσεκούρι, που το καλοκαίρι του 2020 εισέβαλε στη ΔΟΥ Κοζάνης, τραυματίζοντας τέσσερις ανθρώπους, ένας εκ των οποίων στη συνέχεια έχασε τη ζωή του, μετά από πολύμηνη νοσηλεία σε ΜΕΘ νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης.
Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος έδρασε εν βρασμώ ψυχής.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος δικαιολόγησε τη πράξη του ως απάντηση στα γεγονότα αστυνομικής βίας εις βάρος πολιτών σε διαδηλώσεις αλλά και την βία που όπως επικαλέστηκε, υπέστην από αστυνομικούς, όταν συνελήφθη με την καταστροφή που προκάλεσε σέ μηχάνημα ανάληψης χρημάτων.
Επίσης καθ’όλην την διάρκεια της απολογίας του δεν υπήρξε ούτε μια συγγνώμη προς τα θύματά του.
Οι νομικοί παραστάτες των θυμάτων που ήταν παρόντα καθ’όλη την διάρκεια της δίκης, εξέφρασαν την ικανοποίηση τους για την απόφασή του δικαστηρίου λέγοντας ότι «αποδόθηκε δικαιοσύνη».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί…»
Στο μανιφέστο που ανέγνωσε γύρισε το χρόνο στο 2010 και την εποχή των μνημονίων, λέγοντας πως όλα ξεκίνησαν μέσα του όταν άκουσε μία ομιλία στη Βουλή και αισθάνθηκε πως «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, μιας πιάσανε στον ύπνο».
Επί αρκετή ώρα καταφέρθηκε κατά της «κρατικής βίας», όπως την ονόμασε, των ΜΜΕ και των δομών του κράτους, όπως η Εφορία «η οποία λειτουργεί ως εισπράκτορας και ελέγχει το λαό», γράφει το e-ptolemeos.gr.
Παράλληλα έκανε συχνές αναφορές σε διαδηλώσεις τις οποίες συμμετείχε, μιλώντας για καταστολή, ενώ επιδόθηκε σε αναδρομή γεγονότων για ανθρώπους που κατά τη δική του κρίση «δολοφονήθηκαν από το κράτος».
Μετά από αρκετές επισημάνσεις της έδρας και της εισαγγελέως, να προβεί στην ανάλυση των γεγονότων για τα οποία κατηγορείται, ο 50χρονος δράστης, αναφέρθηκε στην περίπτωση Μάγγου στο Βόλο, λέγοντας πως μόλις πληροφορήθηκε το θάνατό του θεώρησε πως κάτι πρέπει να γίνει «ώστε να αλλάξουν τα πράγματα».
«Εάν θέλετε πόλεμο θα σας κάνουμε πόλεμο», τόνισε και άρχισε να εξιστορεί να γεγονότα εκείνης της φρικτής ημέρας και των πράξεων του.
Περιέγραψε, κατά τη δική του κρίση, πως επιτέθηκε στους εργαζόμενους, ενώ υποστήριξε πως σταμάτησε στην τρίτη υπάλληλο όταν είδε το βλέμμα της:
«Είχε διαφορετικό βλέμμα, για κάποιο λόγο ήθελε να ζήσει. Δεν παρακαλούσε και έτσι αποφάσισα να σταματήσω».
Σε ερώτηση της έδρας για το αν μετάνιωσε, είπε πως δεν μετάνιωσε γιατί αλλιώς δεν μπορεί να σταματήσει η βία και μετά από αυτό έχει περιοριστεί «αυτό που θέλουν να κάνουν, το σκέφτονται δύο και τρεις φορές».
Η εισαγγελέας από την πλευρά της ήταν καταπέλτης για τις πράξεις του δράστη τονίζοντας πως θεώρησε τον εαυτό του «αυτόκλητο τιμωρό του συστήματος και ενώ αποδεδειγμένα ήθελε να σκοτώσει όλο και περισσότερους, έβαλε λίγο ρομαντισμό στην απολογία του όταν η υπάλληλος της εφορίας πάλευε για τη ζωή της».
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ζήτησαν να μην αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, αναφέρθηκαν «σε βολικά θύματα» τα οποία επέλεξε ο δράστης, ενώ χαρακτήρισαν ως απαράδεκτο και προκλητικό όποιον ισχυρισμό περί εν βρασμώ ψυχικής ορμής.
Από την πλευρά της υπεράσπισης, η διορισμένη συνήγορος από το κράτος, επεσήμανε πως τον δράστη δεν τον ενδιαφέρει η απόφαση, αποδέχεται τις πράξεις του και το μόνο που επιζητά στη διαδικασία είναι να «ακουστεί η δική του αλήθεια».
Να σημειωθεί πως η συνήγορος υπεράσπισης εισέφερε στη διαδικασία πως όλη η υπερασπιστική γραμμή καθορίστηκε από τον ίδιο το δράστη.
Η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή και την ποινή του όπως πρωτοδίκως, πρόταση την οποία έκανε αποδεκτή ομόφωνα το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας.