Ο ηγούμενος διέθετε ιδιόκτητο σπίτι στα βόρεια προάστια όπου περνούσε πολλές ημέρες, απαιτούσε για κάθε μια από τις 17 βυζαντινές εικόνες το ποσό των 20.000
Το «βαθύ λαρύγγι» που στις 29 Ιουλίου, «έκαψε» τον ηγούμενο, ο Γερμανός συλλέκτης που αγόραζε αρχαία και βυζαντινά κειμήλια, ο «Θανάσης» που βγήκε στη γύρα και έψαχνε αγοραστές, το ζευγάρι των ενεχυροδανειστών – μεσολαβητών και οι δυο μυστικοί αστυνομικοί που παρέστησαν τους «εικονικούς αγοραστές». Αυτά ειναι τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στο «ιερό σκάνδαλο» των Καλαβρύτων.
Μια υπόθεση που κρίθηκε ως άκρως σοβαρή και για το λόγο αυτό στήθηκε ειδική ομάδα από το ελληνικό FBI, για να κυνηγήσουν και να βάλουν στο χέρι την συμμορία που έβγαλε στο σφυρί της μαύρης αγοράς ιερά κειμήλια. Τα ποσά σοκάρουν. Ο ηγούμενος της μονής Καλαβρύτων με την ατίθαση ζωή, καθώς διέθετε ιδιόκτητο σπίτι στα βόρεια προάστια όπου περνούσε πολλές ημέρες, απαιτούσε για κάθε μια από τις 17 βυζαντινές εικόνες το ποσό των 20.000, ενώ για κάθε ένα από τα ιερά ευαγγέλια το ποσό των 50.000 ευρώ.
Συνολική «μαύρη» μπάζα λοιπόν 440.000 ευρώ παρόλο που πρόλαβε να βγάλει στο σφυρί μόνο 5 εικόνες και ένα ευαγγέλιο στην τιμή των 200.000 ευρώ!
Στη δικογραφία που παρουσιάζει το newsit.gr, ξεδιπλώνεται όλο το χρονικό της κινηματογραφικής αυτής υπόθεσης με τις «ιερές business» του ρασοφόρου και της υπόλοιπης συμμορίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι όπως προέκυψε από τις έρευνες των αρχών, που έψαξαν το ποινικό παρελθόν των εμπλεκομένων αυτό που προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι πως ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων όπως επισημαίνεται «έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για παράβαση της νομοθεσίας περί ευζωίας των ζώων συντροφιάς».
Το «βαθύ λαρύγγι» που τους «κάρφωσε»
Αφορμή για να ξεκινήσει το «ξεδόντιασμα» της «ιερής» συμμορίας από τους έμπειρους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ στάθηκε ένα τηλεφώνημα που έγινε στις 29 Ιουλίου από ανώνυμο πληροφοριοδότη, που έδωσε στο πιάτο των αρχών τις βρωμοδουλειές τους.
Όπως αναφέρεται στη δικογραφία: «Έναυσμα για την εκκίνηση της ποινικής έρευνας αποτέλεσε τηλεφώνημα από άγνωστο την 29-07-2025, που παρείχε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες τουλάχιστον τέσσερα πρόσωπα, πιθανώς μέλη εγκληματικής οργάνωσης, είχαν στην κατοχή τους αρχαιότητες και θρησκευτικές εικόνες, τις οποίες ενδιαφέρονταν να πουλήσουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα άτομα αυτά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, δραστηριοποιούνταν στην αναζήτηση, εύρεση και πώληση αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Επιπλέον, τα μέλη της ομάδας είχαν επικοινωνήσει με υποψήφιους αγοραστές, ένας εκ των οποίων ήταν Γερμανός υπήκοος, ενώ ένας εκ των μελών αυτής με όνομα “Θανάσης” και αριθμό τηλεφωνικής σύνδεσης 694…., αναζητούσε πωλητές».
Οι αξιωματικοί του ελληνικού FBI, χωρίς να χάσουν χρόνο έπιασαν αμέσως δουλειά. «Λόγω του κατεπειγόντως χαρακτήρα των διερευνώμενων αδικημάτων, συγκροτήθηκε ειδική επιχειρησιακή και ερευνητική ομάδα αστυνομικών, η οποία επιφορτίστηκε με τη συλλογή και συνεχιζόμενη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών και φυσική επιτήρηση των εμπλεκόμενων προσώπων, πραγματοποιώντας αναζητήσεις σε πληροφορικά συστήματα στα οποία έχει πρόσβαση η ανωτέρω Υπηρεσία, καθώς και σε ανοικτές πηγές (Open-source intelligence-OSINT), ενώ η έρευνα συμπεριέλαβε τις ειδικές ανακριτικές τεχνικές και καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με ειδικά τεχνικά μέσα».
Το modus operandi της συμμορίας με τα ράσα
Στις επόμενες σελίδες περιγράφεται αναλυτικά η σύσταση και ο τρόπος δράσης της εγκληματικής οργάνωσης: «Πέρι τα τέλη του μήνα Ιουλίου του έτους 2025, τουλάχιστον ένας εκ των κατηγορουμένων 69 ετών ενώθηκε με ένα ζευγάρι ενεχυροδανειστών ηλικίας 66 ο άνδρας και 59 ετών η γυναίκα, με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος και πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεων, με τέλεση από κοινού.
Ειδικότερα, οι ανωτέρω ενώθηκαν αποσκοπώντας στην αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους, μέσω της αναζήτησης και εύρεσης αρχαίων αντικειμένων και περαιτέρω την μεσολάβηση για την μεταφορά και πώλησή τους μέσω αγνώστων μελών-συνδέσμων της Εγκληματικής ομάδας στο εξωτερικό (Γερμανία, Κύπρο και ενδεχομένως και σε άλλες χώρες).
Πιο συγκεκριμένα τα παραπάνω πρόσωπα οργανώθηκαν για την πραγμάτωση από κοινού, εν όλο ή εν μέρει, της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης μνημείων και αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος. Για την παραπάνω επιδίωξη το ζευγάρι των ενεχυροδανειστών, τελώντας σε συνεννόηση με τον 69χρονο, είχαν επιφορτιστεί με την εύρεση ατόμων που κατείχαν αρχαία αντικείμενα και προτίθεντο να προβούν στην πώληση αυτών, τους οποίους, λαμβάνοντας τον ρόλο μεσολαβητή, έφερναν σε επαφή με τον 69χρονο κατηγορούμενο, ο οποίος εμφανιζόταν ως ειδικός εκτιμητής και ταμίας αλλοδαπού υπηκόου, προκειμένου να αξιολογήσει την αξία των διατιθέμενων προς πώληση αρχαιοτήτων και προβεί στην πραγματοποίηση της αγοραπωλησίας, με σκοπό την διάθεσή τους σε έτερα, άγνωστα στην έρευνα πρόσωπα και πιθανώς την πώλησή τους σε χώρες του εξωτερικού.
Επιπρόσθετα, ο ενεχυροδανειστής κατηγορούμενος είχε διττό ρόλο, καθόσον πέραν της εύρεσης ατόμων που κατείχαν αρχαία αντικείμενα και προτίθεντο να τα πουλήσουν, λαμβάνοντας εν συνεχεία τον ρόλο μεσολαβητή, φαίνεται να προέβαινε και ο ίδιος σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές».
Η μεγάλη αγοραπωλησία – Ο ρόλος του ηγούμενου, του μοναχού και ο βοσκός
Η «αγία τριάδα» που περιγράφεται παραπάνω, δηλαδή ο 69χρονος και το ζευγάρι των ενεχυροδανειστών, ήρθε σε επαφή με τον 63χρονο ρασοφόρο, τον 39χρονο μοναχό που αποτελεί σύμφωνα με τις αρχές το δεξί του χέρι και έναν 64χρονο βοσκό για να μπει στην τελική τροχιά η μεγάλη «ιερή μπίζνα».
Όπως αναφέρει η δικογραφία: «Στο ανωτέρω πλαίσιο, τα μέλη της συμμορίας συμφώνησαν να αγοράσουν από τους παραπάνω τρεις κατηγορούμενους οι οποίοι διέθεταν και είχαν προαποφασίσει την πώληση αρχαίων αντικειμένων (θρησκευτικά ευαγγέλια, βιβλία, αρχαία νομίσματα και βυζαντινές εικόνες), ζητώντας συγκεκριμένο τίμημα για την αγοραπωλησία. Κεντρικό ρόλο στις επιμέρους διαδικασίες είχε ο 69χρονος κατηγορούμενος εκτιμητής, καθόσον πρόκειται για πρόσωπο που λάμβανε την τελική απόφαση για την αγορά και το συμφωνηθέν ποσό που θα καταβάλλονταν για την απόκτηση των αρχαίων αντικειμένων με σκοπό την περαιτέρω διάθεση τους προς πώληση στο εξωτερικό, ένεκα και της προηγούμενης εμπειρίας που είχε αποκτήσει στον τομέα αυτό, όπως άλλωστε διαφαίνεται και από το ποινικό του παρελθόν».
Τα ραντεβού των αστυνομικών «εικονικών» μεσαζόντων και τα κειμήλια που έβγαλε στο σφυρί ο ηγούμενος
Οι μυστικοί αστυνομικοί, αρχικά προσέγγισαν τον ενεχυροδανειστή ως όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικογραφία «εικονικοί μεσάζοντες» ενδιαφερόμενου αγοραστή», προκειμένου αξιολογήσουν τις προς πώληση αρχαιότητες και συμφωνηθεί τελική τιμή «εικονικής αγοραπωλησίας». Στο πλαίσιο τηλεφωνικών επικοινωνιών και δια ζώσης συναντήσεων, που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές ημερομηνίες, εντός του μηνός Αυγούστου έτους 2025, ο 69χρονος και το ζεύγος των ενεχυροδανειστών, υπέδειξαν στους αστυνομικούς βυζαντινές εικόνες και αρχαία νομίσματα, ενώ διαπιστώθηκε η εμπλοκή του βοσκού και του ηγούμενου που φέρεται να κατείχαν, αντίστοιχα, εικόνες και αρχαία νομίσματα προς πώληση.
Ως εκ τούτου, περί τα μέσα Αυγούστου έτους 2025 πραγματοποιήθηκε δια ζώσης συνάντηση μεταξύ του αστυνομικού του Τμήματος Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομίας & Αρχαιοτήτων της Δ.Α.Ο.Ε. με τον βοσκό, για τον οποίον μεσολάβησε ο ενεχυροδανειστής στο πλαίσιο της οποίας υπεδείχθησαν στους αστυνομικούς πλήθος νομισμάτων διαφόρων διαστάσεων και βάρους, τα οποία μακροσκοπικά παρέπεμπαν σε αρχαία νομίσματα.
Σε επόμενη δια ζώσης συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των αστυνομικών του 69χρονου και των δυο ενεχυροδανειστών, ο 69χρονος κατηγορούμενος εξέφρασε ενδιαφέρον για αγορά των νομισμάτων που κατείχε ο βοσκός και των νομισμάτων που είχε προγενέστερα επιδείξει ο ενεχυροδανειστής, έναντι του χρηματικού ποσού των 210.000 ευρώ, καθώς των πέντε εικόνων που διέθετε προς πώληση ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων Αχαΐας, έναντι του χρηματικού ποσού των 20.000 ευρώ για έκαστη εικόνα και 50.000 ευρώ για το Ιερό Ευαγγέλιο».
Το ραντεβού του Αυγούστου με όλα τα μέλη της «ιερής συμμορίας»
Στα τέλη Αυγούστου όπως περιγράφεται αναλυτικά στα δικόγραφα της Ασφάλειας, πραγματοποιείται νέα συνάντηση μεταξύ των αστυνομικών με τους κατηγορούμενους στο χώρο της της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων Αχαΐας, όπου ο ηγούμενος και ο μοναχός επέδειξαν βυζαντινές εικόνες, δύο Ιερά Ευαγγέλια και δύο θρησκευτικά βιβλία της Ιεράς Μονής, τα οποία δήλωσαν ότι επιθυμούν να πουλήσουν έναντι χρημάτων, με τον 69χρονο συγκατηγορούμενο τους να εκφράζει ενδιαφέρον για την αγορά Ιερού Ευαγγελίου και ορισμένων εικόνων προκειμένου να τις εξάγει ακολούθως στο εξωτερικό σε οίκους δημοπρασιών με τους οποίους βρίσκεται σε επαφή και συνεργάζεται. Το μεγάλο deal είχε μπει στην τελική ευθεία.
Το ραντεβού στο παρκινγκ του σούπερ μάρκετ της Κορινθίας που ακυρώθηκε
Όπως περιγράφεται στις 06-09-2025, ο αστυνομικός του Τμήματος Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομίας & Αρχαιοτήτων επικοινώνησε με τον 69χρονο και το ζευγάρι των ενεχυροδανειστών οι οποίοι του ζήτησαν να μεσολαβήσει για την πραγματοποίηση κοινής συνάντησης με τον βοσκό, τον ηγούμενο και τον μοναχό, σε υπαίθριο χώρο πάρκινγκ σούπερ μάρκετ στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι τελικές συναλλαγές αγοραπωλησίας των θρησκευτικών εικόνων, Ιερών Ευαγγελίων και θρησκευτικών βιβλίων που διέθεταν προς πώληση ο ηγούμενος και ο μοναχός καθώς και των αρχαίων νομισμάτων που διέθετε προς πώληση ο βοσκός. Επιπλέον, και ο ενεχυροδανειστής επρόκειτο να πουλήσει αρχαία αντικείμενα, που κατείχε, στον αστυνομικό.
Ένα ραντεβού με όλη την ομάδα που όπως αναφέρεται ματαιώθηκε τελευταία στιγμή. Και αυτό γιατί όπως επισημαίνεται στο διαβιβαστικό: «Πρωινές ώρες της 07-09-2025, λίγο πριν της πραγματοποίησή της συνάντησης, ο 69χρονος ενημέρωσε τους αστυνομικούς για αλλαγή της ορισθείσας τοποθεσίας, με την νεότερη να βρίσκεται στην περιοχή της Τρίπολης σε σημείο που θα διευκρίνιζε ο ίδιος σε νεότερη μεταξύ τους επικοινωνία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Λόγω της αλλαγής τοποθεσίας, οι αστυνομικοί επικοινώνησαν αφενός με τον μοναχό κατηγορούμενο ο οποίος δήλωσε αδυναμία μετάβασης στην Τρίπολη λόγω απόστασης και ζήτησε να πραγματοποιηθεί η παραλαβή των αντικειμένων στο χώρο της στην Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα Αχαΐας από τον αστυνομικό, αφετέρου με τον βοσκό ο οποίος ανέμενε ήδη στο αρχικώς ορισμένο σημείο συνάντησης σε υπαίθριο χώρο πάρκινγκ σούπερ μάρκετ στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας».
Ο βοσκός κατάλαβε τους αστυνομικούς και πήγε να την «κοπανήσει»
Αν και η συνάντηση με την υπόλοιπη ομάδα ακυρώθηκε, οι αστυνομικοί πήγαν στο ραντεβού της Κορινθίας να συναντήσουν τον βοσκό και να τον βάλουν τελικά στο χέρι! «Μεσημβρινές ώρες της ιδίας, οι αστυνομικοί μετέβησαν στο προαναφερόμενο σημείο στους Αγίους Θεοδώρους, όπου βρισκόντουσαν και έτεροι αστυνομικοί της Υπηρεσίας, επιτηρώντας το χώρο ώστε να συνδράμουν σε συντρέχουσα περίπτωση. Κατά την άφιξη των αστυνομικών και κατά την προσέγγιση του βοσκού, εκείνος φέρεται να υποψιάστηκε την ιδιότητα των αστυνομικών και επιχείρησε να διαφύγει από το σημείο με το όχημά του, πλην όμως, ακινητοποιήθηκε από τους επιτηρόντες αστυνομικούς και σε γενόμενη έρευνα, βρέθηκαν στην κατοχή του αρχαία νομίσματα και ως εκ τούτου οδηγήθηκε στην έδρα της Υποδιεύθυνσης Καταπολέμησης Διακίνησης και Εμπορίας Ανθρώπων και Αντικειμένων».
Πήγαν στη μονή και πέρασαν χειροπέδες στον ηγούμενο και τον μοναχό
Και ενώ ο βοσκός είχε εξουδετερωθεί, οι αστυνομικοί πέρασαν στην τελευταία φάση του σχεδίου. Πήραν το δρόμο για τιμόνι των Καλαβρύτων, συναντήθηκαν με τον ηγούμενο και τον μοναχό και όταν τα ιερά κειμήλια άλλαξαν χέρια, οι αστυνομικοί όρμησαν και τους πέρασαν χειροπέδες.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην δικογραφία: «Μετά το πέρας της προαναφερόμενης συνάντησης, οι αστυνομικοί μετέβησαν στην Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα Αχαΐας, όπου έξωθεν της Ι.Μ. πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον ηγούμενο και τον μοναχό, στο πλαίσιο της οποίας, ο ηγούμενος είχε στην κατοχή του και υπέδειξε προς πώληση ένα ασημένιο Ευαγγέλιο και τέσσερις θρησκευτικές εικόνες και ο μοναχός ένα θρησκευτικό βιβλίο, ένα Ευαγγέλιο και επτά θρησκευτικές εικόνες, τα οποία ανέφεραν ότι πρόκειται για εκείνα που είχαν επιδείξει κατά την προηγούμενη συνάντηση στην Ι. Μονή και διαθέταν προς πώληση, ζητώντας από τους αστυνομικούς τα χρήματα για να τους τα παραδώσουν. Ως εκ τούτου, αφού ο επιφορτισμένος αστυνομικός παρέλαβε τα προαναφερόμενα αντικείμενα (θρησκευτικές εικόνες, Ιερά Ευαγγέλια και θρησκευτικά βιβλία), οι δύο κατηγορούμενοι μοναχοί ακινητοποιήθηκαν από τους επιτηρόντες αστυνομικούς και οδηγήθηκαν στην έδρα της Υποδιεύθυνσης Καταπολέμησης Διακίνησης και Εμπορίας Ανθρώπων και Αντικειμένων».
Το μπλόκο στη Λακωνία και η σύλληψη του 69χρονου εκτιμητή και των ενεχυροδανειστών
Μετά τις χειροπέδες στο δίδυμο των ρασοφόρων, οι αστυνομικοί είχαν να τακτοποιήσουν και την «τριπλέτα» που αποτελείτο από τον 69χρονο εκτιμητή και το ζευγάρι των ενεχυροδανειστών. Σε ραντεβού που είχε κλειστεί στη Λακωνία οι αστυνομικοί κατάφεραν να τους συλλάβουν παρόλο που όταν οι ίδιοι αντελήφθησαν ότι πρόκειται για τους διώκτες τους επιχείρησαν να το σκάσουν.
Η περιγραφή της σύλληψης είναι αναλυτική: «Οι αστυνομικοί μετέβησαν στο νεότερο σημείο συνάντησης, που υπέδειξαν οι τρεις κατηγορούμενοι και βρισκόταν σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή της Λακωνίας προκειμένου να παραλάβουν τα προκαθορισμένα αντικείμενα. Κατά την προσέγγιση των αστυνομικών στο σημείο της συνάντησης, οι τρείς κατηγορούμενοι προφανώς αντιλήφθηκαν την ιδιότητά αυτών και επιχείρησαν να διαφύγουν με το όχημα στο οποίο επέβαιναν, ωστόσο ακινητοποιήθηκαν από τους επιτηρόντες αστυνομικούς και οδηγήθηκαν στην έδρα της Υποδιεύθυνσης Καταπολέμησης Διακίνησης και Εμπορίας Ανθρώπων και Αντικειμένων».
Ο θησαυρός που βρήκαν από τις εφόδους
Από τις εφόδους που πραγματοποίησαν οι αρχές με τη συνδρομή Δικαστικών Λειτουργών σε οικίες, αγρόκτημα, καθώς και σε καταστήματα, τροχοφόρα και στην κατοχή των κατηγορουμένων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα κάτωθι περιγραφόμενα αντικείμενα:
- Διακόσια εξήντα τέσσερα (264) νομίσματα, πιθανόν αρχαιότητες κατά την μακροσκοπική εκτίμηση
- Δέκα τέσσερις (14) θρησκευτικές εικόνες
- Δύο (2) ευαγγέλια, ένα του 1761 και ένα του 1737 και ένα (1) θρησκευτικό βιβλίο του 1777
- Τρία (3) κουτιά που περιέχουν τρία (3) αρχιερατικά εγκόλπια
- Ένα (1) επαγγελματικό μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων μετά των περιφερειακών εξαρτημάτων, ένα (1) ζεύγος βέργες ραβδοσκοπίας και ένας (1) αυτοσχέδιος ραβδοσκόπος
- Δύο (2) κυνηγετικά όπλα, τα οποία έφεραν χωρίς άδεια κατοχής
- Διακόσια εξήντα δύο (262) κυνηγετικά φυσίγγια
- Ένα (1) μαχαίρι
- Το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων δέκα ευρώ (12.810€) και μία (1) χρυσή λίρα
- Δύο (2) οχήματα, τα οποία κατασχέθηκαν ως μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς προς πώληση αρχαιοτήτων
- Δύο (2) ζυγαριές ακριβείας
- Επτά (7) κινητά τηλέφωνα και ένα (1) τάμπλετ
- Ένας (1) φακός και ένας (1) μεγεθυντικός φακός,
- Δεκαοχτώ (18) φωτογραφίες που απεικονίζουν αρχαία αντικείμενα,
- Ένας (1) μπλε φάκελος με πλήθος εγγράφων – σημειώσεων.
Τέλος, σημειώνεται ότι οι κατασχεθείσες αρχαίες εκκλησιαστικές εικόνες, δυο Ιερά Ευαγγελία και εκκλησιαστικό βιβλίο, τα οποία διαφαίνεται ότι δεν ανήκουν στην περιουσία της Ι.Μ. Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων και ως εκ τούτου ερευνάται η προέλευσή τους, θα παραδοθούν για φύλαξη και τελική εκτίμηση αρμοδίως, ομοίως και τα κατασχεθέντα νομίσματα στο Νομισματικό Μουσείο».
Οι βαριές κατηγορίες και το ποινικό παρελθόν
Στις τελευταίες σελίδες του διαβιβαστικού, γίνεται μνεία και στο ποινικό παρελθόν κάποιων εκ των κατηγορουμένων. Ειδικότερα όπως αναφέρεται «Αναφορικά με το ποινικό παρελθόν των κατηγορουμένων, ο 69χρονος έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για παράβαση της νομοθεσίας περί όπλων και περί Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ο ενεχυροδανειστής έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για οικονομικής φύσεως αδικήματα, και ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για παράβαση της νομοθεσίας περί ευζωίας των ζώων συντροφιάς.
Η ιερή συμμορία κατηγορείται για «Εγκληματική Οργάνωση – Συμμορία», σε συνδυασμό με «Υπεξαίρεση» «Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος», «Υπεξαίρεση μνημείων», «Αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος» «Παράβαση της υποχρέωσης δήλωσης μνημείου» «Κύρωση Κώδικα Νομοθεσίας για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς».