Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου την Τρίτη (16.09.2025), ο Ντόναλντ Τραμπ ρώτησε έναν δημοσιογράφο από πού προέρχεται. «Αυστραλία», απάντησε εκείνος. Ο πρόεδρος τον επέπληξε αμέσως: «Κάνετε πολύ κακό στη χώρα σας. Ο ηγέτης σας θα έρθει σύντομα να με δει, θα του μιλήσω για εσάς. Δεν μου αρέσει καθόλου ο τόνος σας».
Το περιστατικό αυτό μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του αυστραλού ρεπόρτερ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Για τους ξένους ανταποκριτές, αποτελεί απόδειξη ενός εχθρικού κλίματος όπου η εθνικότητα δεν έχει σημασία: είτε είναι Αμερικανοί είτε ξένοι, οι δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική βρίσκονται στο στόχαστρο του προέδρου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Συντομευμένες βίζα, μια σιωπηρή απειλή
Πέρα όμως από τις δημόσιες επιθέσεις, αλλάζουν και οι όροι παραμονής. Η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει να μειώσει δραστικά τη διάρκεια της αρχικής βίζας για τους ξένους ανταποκριτές: 240 ημέρες αντί για πέντε χρόνια, και μόλις 90 ημέρες για τους Κινέζους δημοσιογράφους.
Ένα μέτρο που χαρακτηρίζεται «εφιαλτικό» από πολλούς επαγγελματίες: «Πώς να νοικιάσεις σπίτι, να γραφτεί το παιδί σου στο σχολείο ή να δημιουργήσεις δίκτυο πηγών με βίζα 240 ημερών;» διερωτάται ένας από αυτούς, ζητώντας ανωνυμία.
Περισσότερα από 100 διεθνή μέσα και δημοσιογραφικοί οργανισμοί έχουν καταγγείλει ότι η αλλαγή αυτή συνιστά περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου, προειδοποιώντας για μια μορφή «έμμεσης λογοκρισίας», όπου η παραμονή στις ΗΠΑ μπορεί να εξαρτάται από την ανοχή απέναντι στον Λευκό Οίκο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η ελευθερία του Τύπου δεν σταματά στα σύνορα», υπενθυμίζει η Committee to Protect Journalists, ενώ η ένωση National Press Club κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανές αντίποινες εναντίον Αμερικανών δημοσιογράφων που εργάζονται στο εξωτερικό.
Ανάμεσα σε πιέσεις και ευνοιοκρατία
Η πίεση δεν προέρχεται μόνο από τον Λευκό Οίκο. Στελέχη του κινήματος MAGA στοχοποιούν ανοιχτά ορισμένους δημοσιογράφους. Ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ, στενός συνεργάτης του Τραμπ και πρώην πρεσβευτής στη Γερμανία, ζήτησε πρόσφατα μέσω X να αφαιρεθεί η βίζα δημοσιογράφου του δημόσιου καναλιού ZDF, χαρακτηρίζοντάς τον «ταραξία». Άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι οποιοσδήποτε ξένος εμφανιστεί υπερβολικά επικριτικός μπορεί να «σημανθεί» στις αρχές.
Ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουν όλοι οι δημοσιογράφοι το ίδιο κλίμα. Ορισμένα μέσα που θεωρούνται ιδεολογικά κοντά στον Τραμπ απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βρετανικό κανάλι GB News, που συνδέεται με τη ριζοσπαστική δεξιά. Δημοσιογράφος του σταθμού προσκλήθηκε πρόσφατα να ταξιδέψει με το προεδρικό αεροσκάφος Air Force One — ένα σπάνιο και περιζήτητο προνόμιο. Ο Νάιτζελ Φάρατζ, εμβληματική φιγούρα του κόμματος Reform UK, έγινε μάλιστα δεκτός στο Οβάλ Γραφείο.
Μεταξύ διοικητικών περιορισμών, απροκάλυπτης εχθρότητας και ευνοιοκρατίας προς φιλικά μέσα, το τοπίο της ξένης δημοσιογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνει πιο πολωμένο από ποτέ. Και το ερώτημα παραμένει: Στην Αμερική του Τραμπ, θα μπορέσουν άραγε οι διεθνείς ανταποκριτές να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμά τους ελεύθερα;