Μηδενική ανάπτυξη για την οικονομία της Γερμανίας την φετινή χρονιά προβλέπουν οικονομολόγοι του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, κυρίως λόγω των δασμών των ΗΠΑ. Ελπίδες για ώθηση της ανάπτυξης διακρίνονται ωστόσο στο επικείμενο οικονομικό πακέτο της νέας κυβέρνησης.
«Η οικονομία της Γερμανίας θα επηρεαστεί στο εγγύς μέλλον από δύο παράγοντες, την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ και το οικονομικό πακέτο της κυβέρνησης», δήλωσε η επικεφαλής του Συμβουλίου, Μόνικα Σνίτσερ, παρουσιάζοντας νωρίτερα σήμερα (21.5.2025) εαρινή έκθεση και προτάσσοντας ταυτόχρονα την πρόκληση και την ευκαιρία της τρέχουσας περιόδου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Οι κίνδυνοι ωστόσο είναι πιθανότερο φέτος να υπερβούν τα οφέλη. Η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση έντονης αδυναμίας και πρόσφατα επωφελήθηκε ελάχιστα από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Η εισαγωγή δασμών από τις ΗΠΑ επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών», αναφέρεται στην έκθεση, με την επισήμανση ότι η αγορά των ΗΠΑ είναι η πλέον σημαντική για τους Γερμανούς εξαγωγείς, οι οποίοι το 2024 διοχέτευσαν σε αυτήν συνολικά το 10,4% των εμπορευμάτων τους, το υψηλότερο ποσοστό από το 2002.
«Εάν η εμπορική σύγκρουση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ κλιμακωθεί περαιτέρω, αυτή η αβεβαιότητα εμπορικής πολιτικής θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών», αναφέρουν οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι, εξηγώντας την επί τα χείρω αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψής τους για ανάπτυξη 0,4%. Ήδη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την γερμανική οικονομία, από 0,7% σε μηδέν. Οι πέντε «σοφοί» εκτιμούν πάντως ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1% το 2026.
Το Συμβούλιο αναμένει ταυτόχρονα σημαντική ώθηση της οικονομίας από το επικείμενο οικονομικό πακέτο της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αξιολογεί θετικά τις πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές σχετικά με το «φρένο χρέους». «Εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, προσφέρουν ευκαιρίες για εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάκαμψη», τονίζεται στην έκθεση, με το βλέμμα στην άρση των περιορισμών δανεισμού και στην δημιουργία ειδικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την συντήρηση βασικών υποδομών.
Ως «βασική πρόκληση» σημειώνεται η χρήση των κεφαλαίων ώστε να οδηγεί πραγματικά σε ανάπτυξη. «Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος όσο πιο προσανατολισμένα στις επενδύσεις χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα κεφάλαια. Εάν αυτά τα κεφάλαια, αντιθέτως, χρησιμοποιηθούν περισσότερο για κατανάλωση, αυτό θα αύξανε τον δείκτη χρέους», προειδοποίησε το μέλος του Συμβουλίου ‘Αχιμ Τρούγκερ και χαρακτήρισε «ανεπαρκή» τα μέτρα προστασίας που έχουν ληφθεί ως τώρα, τα οποία, όπως είπε, «δημιουργούν σημαντικά περιθώρια για μετατόπιση δαπανών από τον βασικό προϋπολογισμό, σε ύψος 1,2% του ΑΕΠ». Οι εμπειρογνώμονες ζητούν επίσης «ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Ανεπαρκή κρίνουν οι οικονομολόγοι και τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και υπολογίζουν το κόστος εκπλήρωσης γραφειοκρατικών υποχρεώσεων σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην έκθεση τονίζεται επίσης ότι «η κοινωνική αποδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εάν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μελλοντικές προοπτικές για ιδιαίτερα πληττόμενες από την οικονομική στασιμότητα περιοχές.