Περισσότερες από 44 συναλλαγές σε κόκκινα δάνεια, αξίας άνω των 65 δισ. ευρώ, έγιναν την τελευταία τριετία (από το 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2023), έναντι συναλλαγών 10 δισ. ευρώ την περίοδο 2017 – 2020, καταγράφει σε μελέτη της η Octane, συμβουλευτική εταιρεία με εκτεταμένη εμπειρία στα NPLs (σ.σ. των ελληνικών τραπεζών).
Όπως επισημαίνει, με διάφορες πρωτοβουλίες και κυρίως με την αρωγή του «Ηρακλή», οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους από άνω του 45% το 2019 σε 3,3% στο τέλος 2023). Πάντως, η Ελλάδα παραμένει με το υψηλότερο ποσοστό NPLs στην ΕΕ, καθώς ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανερχόταν σε 1,9% στο τέλος του 2023.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
To στοίχημα για την περίοδο 2024 – 2025, όπως λέει η Octane, θα είναι η επιστροφή στις τράπεζες πρώην κόκκινων δανείων που ρυθμίστηκαν και εξυγιάνθηκαν. Καθώς ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών υποχώρησε κατακόρυφα από το 2020 και μετά, πλέον αναμένεται σημαντική ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς των κόκκινων δανείων, όπου δάνεια ρυθμίζονται και μεταπωλούνται σε επενδυτές.
Τα παραπάνω αναφέρει η νέα μελέτη της συμβουλευτικής εταιρείας Octane (Σεπτέμβριος 2024) για την αγορά των NPLs, επισημαίνοντας τα οφέλη για τράπεζες και επενδυτές/funds από την ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς και της επιστροφής, υγιών, πρώην κόκκινων δανείων στο τραπεζικό σύστημα.
Τα reperforming δάνεια, όπως αναφέρει η μελέτη της Octane, παρέχουν οφέλη στις τράπεζες μια νέα ροή εσόδων από τόκους που συμβάλλει θετικά στα κέρδη τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες μπορούν να αποκτούν αυτά τα δάνεια σε τιμές που αντικατοπτρίζουν τις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο αποδόσεις τους, οι οποίες μπορεί να είναι ευνοϊκές σε σύγκριση με την έκδοση νέων δανείων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Επιπλέον, με την επαναγορά των δανείων που έχουν εξυγιανθεί, οι τράπεζες μπορούν να αποκαταστήσουν ή να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με δανειολήπτες που έχουν αναδιαρθρώσει επιτυχώς τα χρέη τους, ανοίγοντας ενδεχομένως ευκαιρίες διασταυρούμενων πωλήσεων για άλλα τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές αλλά και τα funds έχουν την ευκαιρία να επωφεληθούν από την αυξημένη αξία των επιτυχώς ρυθμισμένων (reperforming) δανείων μέσω της πώλησης, πραγματοποιώντας έτσι κέρδη από τις αρχικές τους επενδύσεις.
Απαλλαγμένοι από τα δάνεια που θεραπεύτηκαν, μπορούν να μειώσουν την έκθεσή τους στον πιστωτικό κίνδυνο, ιδίως εάν οι οικονομικές προοπτικές είναι αβέβαιες. Οι επιτυχείς συναλλαγές reperforming δανείων θα ενισχύουν τη φήμη τους στην αγορά ως ικανών διαχειριστών προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, προσελκύοντας ενδεχομένως περισσότερους επενδυτές.