Ειδική αναφορά στο ζήτημα των δασμών που επιβάλλονται από 1η Αυγούστου στα ευρωπαϊκά προϊόντα κατά την εισαγωγή τους στις ΗΠΑ, έκανε κατά την κυριακάτικη ανασκόπησή του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με δεδομένο πως ακόμα και το επίπεδο 15% είναι επιζήμιο για τις ελληνικές εξαγωγές.
Όπως τόνισε, «το θετικό είναι ότι τερματίζεται μια περίοδος αβεβαιότητας». Ωστόσο, επισήμανε ότι «η επιβολή δασμών βλάπτει και τις δύο οικονομίες, τα προϊόντα μας και εν τέλει την τσέπη των ίδιων των καταναλωτών». Παράλληλα ανέφερε πως η Ελλάδα στηρίζει την πρόταση για μηδενικούς δασμούς και στις δύο κατευθύνσεις, για ευρωπαϊκές και αμερικανικές εξαγωγές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το σχόλιο ήρθε σε μια στιγμή που έχει οριστικοποιηθεί πως οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν έναν δασμό 15% σε σειρά ευρωπαϊκών προϊόντων, ο οποίος επηρεάζει και βασικά ελληνικά εξαγώγιμα αγαθά, με το οικονομικό επιτελείο να βρίσκεται σε εγρήγορση παρακολουθώντας το πώς θα επιδράσουν τα νέα δεδομένα και να πράξει αναλόγως.
Πρόκειται κυρίως για προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ όπως η φέτα, οι επιτραπέζιες ελιές, το ελαιόλαδο, το κρασί και το γιαούρτι. Προς το παρόν, η ελληνική κυβέρνηση «δίνει μάχη» σε επίπεδο Κομισιόν, προκειμένου να αποσπάσει την εξαίρεση αυτών των προϊόντων από το δασμολόγιο.
Η φέτα στο μικροσκόπιο
Η φέτα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό καθώς οι εξαγωγές της ξεπερνούν τα 800 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση ενώ 8% εξ αυτών κατευθύνονται στις ΗΠΑ, δηλαδή αξία περίπου 60 εκατ. ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με τον δασμό 15%, το κόστος για τους Αμερικανούς εισαγωγείς ανεβαίνει και η φέτα αντιμετωπίζει μεγαλύτερο ανταγωνισμό από άλλα λευκά τυριά που παράγονται είτε σε τρίτες χώρες είτε εντός ΗΠΑ.
Η αγορά των ΗΠΑ είναι σημαντική για αρκετούς ελληνικούς συνεταιρισμούς και εταιρείες που επένδυσαν σε αυτή τα τελευταία χρόνια. Με την αύξηση του κόστους, τα περιθώρια κέρδους στενεύουν και οι προσπάθειες διατήρησης της παρουσίας τους στην αμερικανική αγορά γίνονται πιο δύσκολες καθώς πλέον κινδυνεύουν με απώλεια του μεριδίου αγοράς.
Ελιές και ελαιόλαδο
Οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών και ελαιολάδου αποτελούν διαχρονικά ισχυρή βάση της ελληνικής παρουσίας στη Βόρεια Αμερική. Ειδικά στις ελιές, με συνολικές εξαγωγές στα 214 εκατ. ευρώ το 2024, η Ελλάδα κατέχει σημαντικό μερίδιο αγοράς στις ΗΠΑ, οι οποίες απορροφούν περίπου 30% των ελληνικών ελιών εξαγωγής αξίας 64,2 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, το ελαιόλαδο βρίσκεται σε σταθερή ζήτηση, ιδίως στην premium κατηγορία, καθώς το ελληνικό προϊόν που εξήχθη στις ΗΠΑ το 2024 ανήλθε σε 45.000 τόνους συνολικά, με εκτιμώμενη αξία μεταξύ 80 – 100 εκατ. ευρώ.
Με τον δασμό 15%, το κόστος για τους Αμερικανούς εισαγωγείς αυξάνεται και περιορίζει τη δυνατότητα διείσδυσης νέων σημάτων ή τη διατήρηση υφιστάμενων συμβολαίων διανομής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να απορροφήσουν μέρος του κόστους ή να προχωρήσουν σε ανατιμήσεις, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον Αμερικανό καταναλωτή.
Το κρασί σε μια αγορά με ισχυρό ανταγωνισμό
Αν και με μικρότερη παρουσία, οι ελληνικές ετικέτες κρασιού έχουν ενισχύσει την παρουσία τους στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία. Οι ελληνικές εξαγωγές οίνου προς τις ΗΠΑ το 2024 έφτασαν περίπου στα 19 – 20 εκατ. ευρώ. Η αγορά παραμένει απαιτητική, με υψηλό ανταγωνισμό τόσο από ευρωπαϊκές όσο και από αμερικανικές παραγωγές.
Ο δασμός 15% προσθέτει εμπόδια στη διανομή και πιέζει τους Έλληνες παραγωγούς να μειώσουν τις τιμές χονδρικής για να διατηρήσουν την τοποθέτησή τους στην αγορά.
Ειδικά οι μικρότερες οινοποιητικές μονάδες (η πλειοψηφία των Ελλήνων παραγωγών) που δεν διαθέτουν διεθνή δίκτυα πωλήσεων δυσκολεύονται περισσότερο, καθώς η απόσταση και το μεταφορικό κόστος προστίθενται στο νέο δασμολόγιο.
Το γιαούρτι και τα κονσερβοποιημένα φρούτα
Το ελληνικό γιαούρτι έχει κατακτήσει τη θέση του στις ΗΠΑ, ενώ επιχειρήσεις της χώρας εξάγουν απευθείας από την Ελλάδα. Για αυτές, ο δασμός δημιουργεί πρόσθετες πιέσεις στην τιμολόγηση, με το προϊόν να χάνει έδαφος στα ράφια απέναντι σε φθηνότερους ανταγωνιστές.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα κονσερβοποιημένα φρούτα, κυρίως ροδάκινα, των οποίων οι εξαγωγές αποτελούν σημαντικό πυλώνα για την οικονομία της Βόρειας Ελλάδας. Η ελληνική βιομηχανία κονσερβοποιημένων ροδάκινων παράγει πάνω από 600 εκατ. ευρώ σε ετήσιο τζίρο εξαγωγών, με περίπου 120 εκατ. ευρώ να κατευθύνονται στην αγορά των ΗΠΑ.
Το συνολικό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς ΗΠΑ αντιστοιχεί περίπου στο 4% του συνόλου των εξαγωγών ροδάκινων, καθώς η Ελλάδα «μάχεται» με παραγωγικά μεγαθήρια όπως η Ισπανία, Τουρκία κλπ. Γι’ αυτό η επιβάρυνση 15% περιορίζει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων σε μια αγορά που δίνει μεγάλη σημασία στην τιμή χονδρικής, με τους «μικρούς» Έλληνες παραγωγούς να έχουν μικρά περιθώρια απορρόφησης κόστους.
Εν γένει, αν και οι ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούν περίπου στο 4% των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας (σε απόλυτα μεγέθη, αφορούν περίπου 2,5 δισ. ευρώ), πρόκειται για μια από τις πιο δυναμικές και υψηλής προστιθέμενης αξίας αγορές.
Από αυτή την άποψη, η ελληνική πλευρά έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί την εξαίρεση συγκεκριμένων κωδικών από το αμερικανικό δασμολόγιο. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει επίσημη τοποθέτηση από τις ΗΠΑ προς αυτή την κατεύθυνση. Η Κομισιόν είναι ενήμερη για το αίτημα, ωστόσο, όπως πολλές από τις πτυχές της συμφωνίας ΗΠΑ και ΕΕ, είναι «στον αέρα», με την ασάφεια να κυριαρχεί.
Από αυτήν την άποψη, η τοποθέτηση του Πρωθυπουργού υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξει εμπορική εξομάλυνση στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ. Μέχρι να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον για τα προϊόντα τους στην αμερικανική αγορά, γεγονός που μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επιζήμιο για αρκετούς εξ αυτών.