Η διερεύνηση ενός πιθανού πλαισίου κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία, είναι το βασικό ζητούμενο στην συνάντηση της Παρασκευής (15.8.2025) στην Αλάσκα, ανάμεσα στους ηγέτες ΗΠΑ και Ρωσίας.
Στο τραπέζι δεν βρίσκεται μόνο το εδαφικό «παζάρι» αλλά και μια σειρά από οικονομικά επίδικα, τα οποία αφορούν τα συμφέροντα και των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ου μην αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η οποία έχει ζητήσει συνάντηση με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, προτού η Ουάσιγκτον και η Μόσχα παρακαθίσουν η μία έναντι της άλλης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο οικονομικό σκέλος κρίνονται πέντε μεγάλα και ανοιχτά μέτωπα: το καθεστώς κυρώσεων και το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο, η τύχη των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, η ενέργεια με αιχμή το φυσικό αέριο προς την Ευρώπη, οι θαλάσσιες ροές εμπορίου και σιτηρών μαζί με την ασφάλιση πολεμικού κινδύνου, καθώς και η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της ουκρανικής ανοικοδόμησης. Αυτά είναι τα οικονομικά «κλειδιά» που θα κρίνουν αν μια πολιτική συμφωνία μπορεί να σταθεί και να διαρκέσει.
Για τις ΗΠΑ, ο βασικός μοχλός και ισχυρός «άσος στο μανίκι» είναι οι κυρώσεις στην ενέργεια. Το σχήμα του G7 price cap λειτουργεί ως εργαλείο πίεσης προς την Ρωσία, με αυστηρότερη επιβολή στη ναυτιλία, την ασφάλιση και τη χρηματοδότηση φορτίων ρωσικού αργού. Στόχος είναι να περιοριστούν τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς να εκτιναχθούν οι διεθνείς τιμές και να ενισχυθεί η διαπραγματευτική ισχύς έναντι της Μόσχας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται ο έλεγχος του λεγόμενου «σκιώδους στόλου» δεξαμενόπλοιων και ο συντονισμός με μεγάλους αγοραστές ώστε να τηρούνται οι περιορισμοί στις υπηρεσίες μεταφοράς και ασφάλισης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Δεύτερο επίδικο είναι τα «παγωμένα» ρωσικά κεφάλαια. Η φόρμουλα των G7 για χρηματοδότηση της Ουκρανίας από τα έσοδα και τους τόκους των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων έχει αρχίσει να εφαρμόζεται (οι πρώτες εκταμιεύσεις 20 δισ. δολαρίων έγιναν στο τέλος του 2024) και η προοπτική είναι να επεκταθεί χρονικά.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει λύση που να αντέχει νομικά και να μοιράζει σωστά τα βάρη με την Ευρώπη, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων, 206 δισ. ευρώ, με σαφείς ρήτρες για συνέχιση των ροών ανεξάρτητα από τους εκλογικούς κύκλους.
Τρίτο μέτωπο για τις ΗΠΑ είναι οι ροές σιτηρών και, ευρύτερα, η ναυσιπλοΐα από και προς τα ουκρανικά λιμάνια. Η μείωση του κόστους ασφάλισης πολεμικού κινδύνου και η διασφάλιση ασφαλών θαλάσσιων διαδρόμων πιέζουν χαμηλότερα τις διεθνείς τιμές τροφίμων και σταθεροποιούν αγορές που επηρεάζουν άμεσα τον αμερικανικό πληθωρισμό. Γι’ αυτό η Ουάσιγκτον υποστηρίζει σχήματα εγγυήσεων και ασφαλιστικής κάλυψης ώστε να μείνουν οι ροές ανοιχτές και δίχως αναταραχές.
Για τη Ρωσία, οι προτεραιότητες είναι αντίστοιχες, καθώς επιδιώκει χαλάρωση των επιμέρους κυρώσεων σε ενέργεια, ναυτιλία και πληρωμές, διευκολύνσεις στις εξαγωγές αγροδιατροφικών αγαθών και λιπασμάτων, αλλά και αποτροπή της οριστικής «απώλειας» των παγωμένων περιουσιακών της στοιχείων. Η Μόσχα επιχειρεί να συνδέσει παραχωρήσεις σε άλλα πεδία με μερική αξιοποίηση των σχετικών εσόδων, υπό όρους που θα παρουσιάζονται ως αμοιβαία επωφελείς, χωρίς να αποδέχεται πλήρη δήμευση.
Ας σημειωθεί πως το φυσικό αέριο αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Η μεταφορά ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας έχει σταματήσει, κλείνοντας μία ιστορική ροή που απέφερε έσοδα τόσο στη Μόσχα όσο και στο Κίεβο. Για τη Ρωσία, μια «τεχνική» επαναφορά, έστω και προσωρινή, ή μια εναλλακτική διαδρομή προς την κεντρική Ευρώπη θα πρόσφερε έσοδα και επιρροή στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Ουκρανία, αντίστροφα, θέλει να αποφύγει κάθε λύση που θα παγιώνει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από ρωσικό αέριο, ενώ οι ΗΠΑ προτιμούν την υποκατάσταση με αμερικανικό LNG και άλλες μη ρωσικές πηγές για να περιοριστεί η επιρροή της Ρωσίας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το διακύβευμα είναι διπλό, καθώς από τη μία πλευρά, η ΕΕ μειώνει σταθερά την έκθεση σε ρωσικούς υδρογονάνθρακες, και από την άλλη, πρέπει να εγγυηθεί ότι οι ροές χρηματοδότησης προς την Ουκρανία -ιδίως από τα έκτακτα έσοδα των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται κυρίως σε ευρωπαϊκή δικαιοδοσία- θα είναι προβλέψιμες και μακράς πνοής, με θωράκιση έναντι νομικών αμφισβητήσεων και πολιτικών αλλαγών, την ίδια στιγμή που η «απρόβλεπτη» στάση του Αμερικανού προέδρου δεν προσφέρει κανένα εχέγγυο πως η ΕΕ δεν θα βρεθεί προ εκπλήξεων και μόνη της στο μέτωπο της στήριξης της Ουκρανίας.
Σε ό,τι αφορά τις εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων, η ΕΕ προσπαθεί να ισορροπήσει ανοιχτούς θαλάσσιους διαδρόμους για την Ουκρανία με την προστασία των δικών της αγορών. Αυτό μεταφράζεται σε μηχανισμούς «αυτόματων δικλείδων» όταν οι εισαγωγές ξεπερνούν τα προπολεμικά επίπεδα, μαζί με ευρωπαϊκές λύσεις ασφάλισης και εγγυήσεων ώστε να περιορίζεται το κόστος μεταφοράς και να μην αναθερμαίνεται ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, ενώ η σταθερότητα των ροών από τη Μαύρη Θάλασσα παραμένει κρίσιμη για τις τιμές και την επάρκεια.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το «μετά» του πολέμου. Οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις για το κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας ανέρχονται σε πάνω από μισό τρισ. δολάρια σε ορίζοντα δεκαετίας. Η κατανομή αυτού του λογαριασμού είναι κομβική, καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν μηχανισμό με σαφείς ρήτρες συμμόρφωσης και αυτόματη επαναφορά κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης, ενώ η ΕΕ δεν θέλει να βρεθεί εκτεθειμένη νομικά ή οικονομικά, δεδομένου ότι φιλοξενεί το μεγαλύτερο μέρος των παγωμένων κεφαλαίων και θα σηκώσει σημαντικό βάρος της τεχνικής βοήθειας και της ανοικοδόμησης υποδομών.
Τέλος, υπάρχει και ο «κρυφός φάκελος» των πυρηνικών καυσίμων. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη δρομολογήσει την απεξάρτηση από ρωσικό εμπλουτισμένο ουράνιο με μεταβατικές ρήτρες έως το 2028, ενώ, όπως ανέφερε το Reuters στην αρχή του καλοκαιριού, στην Ευρώπη η προσαρμογή είναι πιο αργή λόγω τεχνικών εξαρτήσεων σε ορισμένους αντιδραστήρες που καθιστούν την μετάβαση για αυτήν, πολύ πιο αργή, δύσκολη και… επώδυνη.