Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, η ευρωπαϊκή πολιτική «σκηνή» δείχνει να προσαρμόζεται με ταχείς ρυθμούς στις πιέσεις που δημιουργεί ένα ολοένα και πιο ασταθές διεθνές περιβάλλον.

Η πιστωτική ανησυχία που ξεκινά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που όπως προειδοποίησε πρόσφατα ο Jamie Dimon της JPMorgan Chase, μεταφέρεται στην Ευρώπη (οι «κατσαρίδες» που έρχονται) κορυφώνεται σε μια συγκυρία, που οι δημοσιονομικοί και κοινωνικές αναταραχές διασταυρώνονται με μια αυξανόμενη γεωπολιτική ένταση.

Κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει υπό τις παρούσες συνθήκες ότι οι «σεισμικές» πολιτικές δονήσεις που διατρέχουν σήμερα το πολιτικό και οικονομικό τοπίο της Ευρώπης, είναι… στιγμιαίες. Το αντίθετο μάλιστα. Καθημερινά με ότι συμβαίνει φαίνεται ολοένα και πιο καθαρά ότι αυτές είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιάς, πολυεπίπεδης κρίσης, οικονομικής, γεωπολιτικής και κοινωνικής.

Και μέσα σε αυτή την κρίση, ακόμη και οι πιο αυτοαναφορικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να κάνουν αυτό που πριν λίγους μήνες φαινόταν αδιανόητο. Αναγκάζονται να κάνουν βήματα πίσω και να υποχωρούν σε μέτωπα που καθόριζαν μέχρι σήμερα την ταυτότητά τους, όπως συμβαίνει ήδη φανερά στην Γαλλία, την Μ. Βρετανία και αλλού.

Η περίπτωση της Γαλλίας είναι χαρακτηριστική. Η κυβέρνηση του Emmanuel Macron υποχρεώνεται να αποσύρει την πιο κεντρική της μεταρρύθμιση – το συνταξιοδοτικό – προκειμένου να διασφαλίσει την πολιτική της επιβίωση. Ενώ αφήνει ανοικτό ακόμα και το ενδεχόμενο ενός έκτακτου φόρου για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, κάτι που μέχρι τώρα ήταν κόκκινο πανί για τις κυβερνήσεις που διόριζε ο Μακρόν!

Αντίστοιχα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ΥΠΟΙΚ Rachel Reeves προανήγγειλε αλλαγή φορολογικής πολιτικής με πολύ πιθανό την επιβολή αυξήσεων φόρων στα πολύ υψηλά εισοδήματα, μια στροφή που αντανακλά μεταβολή προτεραιοτήτων εντός μιας κυβέρνησης που είχε αρχικά αποκλείσει τέτοιες επιλογές.

Όταν αυτά συμβαίνουν στις δύο από τις τρεις ισχυρότερες οικονομίας της Ευρώπης και με την Γερμανία να ζει την απώλεια της κυβερνητικής της αξιοπιστίας (αυτό λένε οι δημοσκοπήσεις), δεν μπορεί να μιλάει κανείς για μεμονωμένες περιπτώσεις.

Σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων – οικονομικής επιβράδυνσης, πληθωριστικών πιέσεων και προβληματικών επιτοκίων – οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να εγκαταλείψουν «δογματικές σταθερές» και να εισαγάγουν μηχανισμούς πολιτικής εκτόνωσης.

Για να το πούμε μα απλά λόγια η «προσαρμοστικότητα» γίνεται εργαλείο πολιτικής επιβίωσης.

Ελλάδα, η επόμενη ημέρα

Για την Ελλάδα, αυτές οι εξελίξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς η μεταμνημονιακή οικονομική «στρατηγική» βασίζεται σε τρεις άξονες, την δημοσιονομική πειθαρχία που τροφοδοτείται από μια σιωπηρή ασφυκτική φορολογική «εκμετάλλευση» του επίμονου πληθωρισμού, την σταθερή ροή επενδύσεων με κοινοτικούς πόρους και την με κάθε τρόπο εξασφάλιση αξιοπιστίας στις αγορές.

Ωστόσο, το μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας μπορεί να διαβρώσει τις παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτό το «αφήγημα».

Οι πιέσεις στο κόστος διαβίωσης με την διαρκή απώλεια αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων, η πιθανότητα επιβράδυνσης της ανάπτυξης με την διακοπή από το 2026 της ροής πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι μεταβολές στη νομισματική πολιτική και η μετατόπιση δημοσιονομικών προτεραιοτήτων στους βασικούς ευρωπαϊκούς εταίρους, αναμφίβολα καθορίζουν ένα νέο πλαίσιο στο οποίο η «σταθερότητα» δεν είναι «στατική» κατάσταση αλλά κινούμενος στόχος. Επιπλέον αυτές οι αλλαγές έρχονται να λειτουργήσουν σε ένα εσωτερικό περιβάλλον που είναι ήδη ταραγμένο από ευαίσθητες πολιτικές εκκρεμότητες (Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ, κ.λ.π.) με απρόβλεπτη συνέχεια.

Η εμπειρία της δεκαετίας του ’70 – όταν πληθωριστικές πιέσεις και κοινωνικές εντάσεις οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας αναπροσαρμογές πολιτικών – δίνει την δυνατότητα (εφ’ όσον αυτή τύχει προσοχής), για να αντιληφθεί κανείς τις ανατροπές που μπορούν να δρομολογηθούν. Τότε σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο, κυβερνήσεις και καθεστώτα που δεν αντιλήφθηκαν την αλλαγή στην κατάσταση, καθυστέρησαν να προσαρμοστούν και είτε εξοστρακίσθηκαν βίαια, είτε βρέθηκαν αντιμέτωπες με υψηλό πολιτικό και οικονομικό κόστος…

Πόσο κοντά βρίσκεται η Ελλάδα σε ένα τέτοιο σημείο καμπής; Ήδη κάποιοι παράγοντες που δεν πρέπει να αγνοηθούν, στην ετήσια Σύνοδο του ΔΝΤ προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να βρεθεί η ελληνική οικονομία σε ένα «γκρεμό επενδύσεων» σε λιγότερο από ένα χρόνο με το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης (ακόμα και αν γίνει το θαύμα της πλήρους απορρόφησης των πόρων του).

Όπως είναι γνωστό αν αφαιρέσει κανείς την συμβολή του Ταμείου στο ΑΕΠ αυτό μειώνεται σχεδόν κατά 50% σαν ρυθμός αύξησης… Αυτή η νέα εν δυνάμη πραγματικότητα είναι όπως φαίνεται και στα γραφόμενα στις κρίσεις των Οίκων Αξιολόγησης, ο βασικός λόγος που έχει «φρενάρει» η περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της οικονομίας, παρά τις επίμονες προσπάθειες του ΟΔΔΗΧ.

Κατά συνέπεια η επιμονή σε μια «επικοινωνιακή γραμμή» που προβάλλει τη «σταθερότητα» και την «κανονικότητα» ως δεδομένη και μη διαπραγματεύσιμη, χωρίς να αναγνωρίζει τους κινδύνους στο νέο περιβάλλον, εκ των πραγμάτων λέει μόνο την μισή αλήθεια…

Με άλλα λόγια για την Ελλάδα, το ενδεχόμενο μίας «στιγμής» σαν αυτή που ζει η Γαλλία ή Μ. Βρετανία, σε καμία περίπτωση δεν είναι θεωρητικό.

Και το βασικό δίλημμα για την Αθήνα, δεν είναι αν θα χρειαστεί να προσαρμοστεί στις ανατροπές της διεθνούς συγκυρίας, αλλά το πότε και το με ποιον τρόπο θα το πράξει…

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας