Οι αριθμοί ανεβαίνουν. Το χρηματιστήριο χτυπάει μετά από πολλά χρόνια και πάλι κάποιες τιμές ρεκόρ. Οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Οι επενδυτές φαίνεται πως επιστρέφουν. Ο τουρισμός έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη.
Κι όμως, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, αυτό δηλαδή που ζει σ’ αυτή την χώρα, παραμένει σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης χρέους, φτωχότερο κατά 15% από το 2009.
Αυτό δεν είναι εντύπωση, ούτε αυθαίρετη διαπίστωση. Προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το πρώτο τρίμηνο του 2025. Και καταγράφει το γεγονός ότι η ανάκαμψη της οικονομίας δεν είναι για όλους.
Κάτι δηλαδή που το είχαμε ακούσει και από τον πρόεδρο του ΣΕΒ τον κ. Ζαφειρόπουλο, ο οποίος μάλιστα είχε επισημάνει ότι (τουλάχιστον) το 30% έχει μείνει πίσω. Πόσο πίσω; Πολύ πίσω ακόμα και από το 2009 λέει η ΕΚΤ…
Τι λένε οι «αριθμοί» της ΕΚΤ; Λένε ότι από τη μία, οι δείκτες ευημερίας δείχνουν ένα συν 30% ψηλότερο όσον αφορά τον «μέσο όρο πλούτου» από τα χαμηλά του 2022, ένα συν 7,2% μέσα σε ένα μόλις χρόνο και συνολικά 124.525 ευρώ, ανά νοικοκυριό το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η πορεία είναι σαφώς ανοδική.
Από την άλλη όμως υπάρχει και η…πραγματικότητα. Σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία της ΕΚΤ ο μέσος πλούτος των νοικοκυριών ήταν 145.972 ευρώ το γ΄ τρίμηνο του 2009, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση. Η απόσταση που δεν έχει κλείσει είναι 21.447 ευρώ ανά νοικοκυριό. Δεν το λες και λίγο…
Από που όμως έρχεται αυτή η βελτίωση; Αυτό που καταγράφουν τα στατιστικά στοιχεία δεν προέρχεται από αύξηση μισθών ή αποταμιεύσεων. Είναι αποτέλεσμα της εκτόξευσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων—μετοχών, ομολόγων, ακινήτων—που κατέχουν κυρίως τα πιο εύπορα νοικοκυριά. Ο πληθωρισμός έχει βοηθήσει πολύ σ’ αυτό.
Οι μετοχές στο ελληνικό χρηματιστήριο έχουν εκτιναχθεί από το 2022. Η απόδοση των ομολόγων υποχώρησε κατά 200 μονάδες βάσης μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι τιμές των ομολόγων έχουν αυξηθεί. Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν την ανοδική και σε μερικές περιοχές «τρελή» πορεία τους προς νέα υψηλά.
Το αποτέλεσμα; Η συνολική περιουσία αυξάνεται, αλλά κυρίως για όσους είχαν ήδη «περιουσία». Για τους υπόλοιπους, η ανάκαμψη είναι μια λέξη που ακούγεται στις ειδήσεις, όχι κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό στο πορτοφόλι τους. Στα στοιχεία όμως της ΕΚΤ υπάρχει και ένας αριθμός που αποκαλύπτει την «υπόλοιπη» πραγματική εικόνα. Είναι η λεγόμενη «διάμεση τιμή του καθαρού πλούτου». Ενώ ο μέσος όρος ανέρχεται σε 124.525 ευρώ, η διάμεσος —δηλαδή η τιμή που χωρίζει τα νοικοκυριά στη μέση — είναι μόλις 87.600 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον τα μισά ελληνικά νοικοκυριά διαθέτουν «περιουσία» κάτω και πολύ κάτω από 90.000 ευρώ, κυρίως με την μορφή κάποιου μικρής αξίας ακινήτου. Κι αν αυτός ο αριθμός αυξήθηκε κατά 8% μέσα σε ένα χρόνο, η αιτία δεν είναι η οικονομική τους ενίσχυση, είναι η ανατίμηση της κατοικίας τους, που αποτελεί περίπου το 60% των περιουσιακών τους στοιχείων.
Με άλλα λόγια, φαίνονται πλουσιότεροι στα χαρτιά, αλλά στην πράξη η αγοραστική τους δύναμη συνεχίζει να διαβρώνεται από τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος ζωής.
Τι μας κόστισαν τα μνημόνια και η ύφεση
Η δεκαετία 2009-2019 δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί. Μεταξύ 2009 και 2016, ο μέσος καθαρός πλούτος των νοικοκυριών κατέρρευσε κατά 35%, καθώς οι αξίες ακινήτων, μετοχών και ομολόγων εξανεμίστηκαν. Αλλά και από το 2016 έως το 2022, ο δείκτης παρέμενε στάσιμος γύρω στα 96.000 ευρώ αποκαλύπτοντας μια κοινωνία που προσπαθούσε να ξαναβρεί σταθερό έδαφος χωρίς να τα καταφέρνει.
Η «τρέχουσα» ανάκαμψη, όσο πραγματική όμως και αν είναι στους δείκτες, αντικατοπτρίζει περισσότερο τη βελτίωση των χρηματιστηριακών και χρηματοοικονομικών γενικά αποδόσεων, σε συνδυασμό με την επιστροφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος, παρά μια συνολική ενίσχυση του διαθέσιμου «πλούτου» στο μέσο και χαμηλότερης εισοδηματικής τάξης νοικοκυριό.
Με άλλα λόγια η οικονομία επεκτείνεται αλλά η κοινωνία μένει πίσω… Όσο ο πλούτος συσσωρεύεται στα χέρια των λίγων, η οικονομία μπορεί να εμφανίζει πρόοδο στα spreadsheets και στις παρουσιάσεις. Αλλά η κοινωνία, η πραγματική, αυτή που βιώνει το κόστος του ψωμιού, του ρεύματος, του ενοικίου, μένει πίσω.
Και αυτό δεν είναι απλά αριθμοί, είναι ζωές που αναζητούν διέξοδο επιβίωσης. Κάτι που αυτόματα και χωρίς άλλες παρεμβάσεις οδηγεί μέσα από σπασμούς σε πολιτικές μεταβολές συμπεριφοράς των κοινωνικών στρωμάτων. Για την «οργή» αυτών που έχουν μείνει πίσω μίλησε – και προειδοποίησε – πρόσφατα και πάλι ο πρόεδρος του ΣΕΒ.
Αυτό δεν είναι βέβαια το μήνυμα που θέλει να δώσει η ΕΚΤ, αλλά εύκολα μπορεί να το διακρίνει κανείς πέραν των προθέσεων των στελεχών της ΕΚΤ που αναλύουν και καταγράφουν αυτά τα στοιχεία. Και η εικόνα είναι σαφής: το 2025 η Ελλάδα παραμένει «φτωχότερη» απ’ ό,τι το 2009.