Ελλάδα

ΕΣΥ: Πέντε Έλληνες επιστήμονες «χτυπούν καμπανάκι» και προτείνουν λύσεις

Μια εμπεριστατωμένη μελέτη πέντε κορυφαίων Ελλήνων ειδικών φωτίζει τις χρόνιες αδυναμίες του ΕΣΥ και αναδεικνύει τα βασικά εμπόδια που στερούν από τους πολίτες ισότιμη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας

Πέντε διακεκριμένοι επιστήμονες με διεθνή παρουσία κατέγραψαν σε κοινή μελέτη τους την πραγματική εικόνα του συστήματος υγείας ΕΣΥ στην Ελλάδα: από την υποχρηματοδότηση και τα οργανωτικά κενά μέχρι τις τεράστιες ανισότητες στην περίθαλψη. Η εργασία τους, που δημοσιεύθηκε στο Lancet Public Health, επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση, αξιοποιώντας τόσο διεθνή δεδομένα όσο και την ελληνική εμπειρία.

Στο επίκεντρο βρίσκονται οι Ηλίας Κυριόπουλος, Κώστας Αθανασάκης, Στεργιανή Τσόλη, Ηλίας Μόσιαλος και Ειρήνη Παπανικόλα, οι οποίοι σκιαγραφούν τα αδιέξοδα που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες και παράλληλα καταθέτουν συγκεκριμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων για να μπορέσει το ΕΣΥ στην Ελλάδα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής.

Η εργασία «Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της δημόσιας υγείας και του συστήματος υγείας στην Ελλάδα: προτεραιοποίηση των μεταρρυθμίσεων σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον» δημοσιεύθηκε στο Lancet Public Health.

Οι ερευνητές συνδέουν πανεπιστημιακά και ερευνητικά περιβάλλοντα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, και καταλήγουν σε μια κοινή αξιολόγηση που συνδυάζει τεκμηρίωση από διεθνείς βάσεις και τοπικά δεδομένα.

Δείτε ολόκληρη την επιστημονική εργασία ΕΔΩ

Τα «μελανά» ζητήματα του συστήματος υγείας, τα οποία εντοπίζει η επιστημονική εργασία, είναι τα εξής:

Σύστημα Υγείας και χρόνια υποχρηματοδότηση

Η μελέτη ξεκινά από το πιο καίριο πρόβλημα: τη διαρκή υποχρηματοδότηση.

Οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ανέρχονται μόλις στο 8,6% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 3.000 δολάρια κατά κεφαλήν, όταν σε χώρες του ΟΟΣΑ το αντίστοιχο ποσό ξεπερνά τα 5.000.

Το δημοσιονομικό «κενό» καλύπτεται από τις «τσέπες» των πολιτών: το 34% των συνολικών δαπανών υγείας στην Ελλάδα είναι ιδιωτικές, (out-of-pocket), ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (15%).

Το αποτέλεσμα είναι πολλά νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν καταστροφικές οικονομικές επιβαρύνσεις για να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, και συγκεκριμένα σχεδόν το 9% των ελληνικών νοικοκυριών.

Ανισότητες στην χρόνια περίθαλψη: Το βάρος πέφτει στις οικογένειες

Σοβαρά κενά εντοπίζονται και στη φροντίδα μακράς διάρκειας. Μόλις το 10% των ηλικιωμένων λαμβάνει δωρεάν υπηρεσίες, όταν στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 37%.

Η φροντίδα παραμένει σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση της οικογένειας και πιο συγκεκριμένα των γυναικών, με ό,τι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες συνεπάγεται αυτό.

Στην πράξη, η έλλειψη υποδομών οδηγεί σε άνιση πρόσβαση και σε τεράστια πίεση στα νοικοκυριά

Χωρίς στρατηγική ο ΕΟΠΥΥ

Οι ερευνητές εστιάζουν ιδιαίτερα στο άρθρο τους στον ρόλο του ΕΟΠΥΥ, ο οποίος ιδρύθηκε με σκοπό να λειτουργήσει ως κεντρικός αγοραστής υπηρεσιών υγείας και να δώσει κατεύθυνση στο σύστημα.

Ωστόσο, σήμερα λειτουργεί περισσότερο σαν «λογιστήριο πληρωμών», ή αλλιώς «ταμείο διεκπεραίωσης απαιτήσεων» χωρίς αυτονομία, κριτήρια απόδοσης, στρατηγική διαπραγμάτευσης και χωρίς μηχανισμούς αξιολόγησης ποιότητας.

Έτσι, ο ΕΟΠΥΥ δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που θα του επέτρεπε να εξορθολογίσει τη δαπάνη και να ενισχύσει την πρόσβαση των πολιτών, αναφέρουν οι κορυφαίοι επιστήμονες.

Η πρωτοβάθμια υγεία στο περιθώριο

Η μελέτη καταγράφει ότι η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο.

Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες, η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παραμένει κατακερματισμένη, χωρίς επαρκή στελέχωση και χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη δικτύων οικογενειακών γιατρών.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις το 6% των γιατρών στη χώρα είναι γενικοί γιατροί, όταν στην Ευρώπη το ποσοστό είναι τριπλάσιο. Οι πολίτες καταλήγουν να προσφεύγουν στα νοσοκομεία για κάθε πρόβλημα, με αποτέλεσμα τεράστιες λίστες αναμονής και υπερφόρτωση των επειγόντων.

Το 2022 εισήχθη το σύστημα «προσωπικού γιατρού» με capitation και παρότι περίπου 57% του επιλέξιμου πληθυσμού έχει εγγραφεί, δεν υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα δεδομένα για την επίδραση στο κόστος, την ποιότητα ή τις παραπομπές.

Το μοντέλο, όπως εφαρμόζεται, δεν συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα, πράγμα που μπορεί να εισαγάγει κίνητρα για επιλογή πελατείας ή υποθεραπεία.

Δημόσια υγεία και πρόληψη: τα αδύναμα χαρτιά

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική όταν εξετάζει κανείς τους δείκτες δημόσιας υγείας.

Η παιδική παχυσαρκία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα της Ευρώπης, το κάπνισμα παραμένει μάστιγα με ποσοστά δεύτερα στην ΕΕ, ενώ η αντοχή στα αντιβιοτικά (AMR) είναι από τις υψηλότερες πανευρωπαϊκά.

Αναλυτικότερα:

  • 41% των παιδιών 5–9 ετών και 35,3% των εφήβων 10–19 ετών είναι υπέρβαροι/παχύσαρκοι, κάτι που αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη
  • το κάπνισμα παραμένει στο 25% και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ
  • η κλιματική κρίση ήδη αφήνει το υγειονομικό της αποτύπωμα με εκτιμώμενα >15.000 θύματα και 133.200 χαμένα έτη ζωής το 2022, λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θερμοπληξίας
  • Ταυτόχρονα, η αντοχή στα αντιβιοτικά (AMR) ξεπερνά το 68% σε κάποιες βακτηριακές λοιμώξεις, ενώ η χώρα εμφανίζει >12% σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις (έναντι του ~7% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ). Αυτοί οι δείκτες αποτελούν «κόκκινο συναγερμό» για τους ειδικούς.

Παρά τις κατά καιρούς εθνικές στρατηγικές, όπως αναφέρεται, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι αποσπασματική και χωρίς συνέχεια.

Οι συγγραφείς τονίζουν ότι το κράτος αδυνατεί να χτίσει μια κουλτούρα πρόληψης, αφήνοντας το βάρος να πέφτει στα νοσοκομεία και στους ίδιους τους ασθενείς.

Αριθμός γιατρών και νοσηλευτών: η μεγάλη στρέβλωση

Η Ελλάδα εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα: διαθέτει περισσότερους γιατρούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά ελάχιστους νοσηλευτές.

Ο λόγος γιατρών προς νοσηλευτές είναι από τους πιο στρεβλούς στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι γιατροί να ασχολούνται με καθήκοντα που σε άλλες χώρες αναλαμβάνει το νοσηλευτικό προσωπικό.

Συγκεκριμένα, μόλις 6% των γιατρών είναι Γενικοί Ιατροί (GPs) έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου ~21%. Η αναλογία νοσηλευτών είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, δηλαδή, 2,2 νοσηλευτές/1.000 κατοίκους έναντι μέσου όρου ΕΕ 7,5/1.000.

Το αποτέλεσμα είναι χαμηλή αποδοτικότητα και χαμηλή ποιότητα φροντίδας.

Τέλος, η χώρα λανσάρει στρατηγικές για τη βελτίωση του συστήματος υγείας, π.χ. Εθνική Στρατηγική Ποιότητας & Ασφάλειας 2025–2030 και έναρξη λειτουργίαςΕθνικού Μητρώου Καρκίνου , όμως, η εμπιστοσύνη των πολιτών παραμένει χαμηλή: το 2022 μόλις το 44% δηλώνει ικανοποίηση από την ποιότητα υπηρεσιών υγείας.

Η πρόκληση είναι να μεταφραστούν οι πολιτικές σε μετρήσιμα αποτελέσματα, λένε οι ερευνητές.

Οι προτάσεις των επιστημόνων

Οι πέντε συγγραφείς πέρα από την καταγραφή, καταθέτουν κι ένα ευρύ πλαίσιο λύσεων, σε όλα τα παραπάνω προβλήματα.

Αυτές είναι:

  • Αύξηση δημόσιων δαπανών υγείας ώστε να συγκλίνουν με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και να συμβάλλουν στη μείωση των ιδιωτικών πληρωμών. Αυτό μπορεί να γίνει με αύξηση των απαλλαγών και την καθιέρωση ανώτατων ορίων συμμετοχής.
  • Μεταρρύθμιση του ΕΟΠΥΥ με πλήρη αυτονομία και ρόλο στρατηγικού αγοραστή υπηρεσιών, με αξιολόγηση παρόχων και διαφάνεια στη διαχείριση.
  • Ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας με ομάδες υγείας ομάδες (multidisciplinary primary care teams) που θα περιλαμβάνουν οικογενειακούς γιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους επαγγελματίες.
  • Ανάπτυξη ολοκληρωμένου συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας, με δημόσιες δομές και στήριξη των φροντιστών.
  • Επένδυση στη δημόσια υγεία και την πρόληψη: από οργανωμένες εκστρατείες κατά του καπνίσματος και της παιδικής παχυσαρκίας, μέχρι σοβαρή εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την αντοχή στα αντιβιοτικά.
  • Ενίσχυση του νοσηλευτικού προσωπικού και καλύτερη κατανομή των ειδικοτήτων γιατρών.
  • Ψηφιακή αναβάθμιση με ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς, εθνικό μητρώο καρκίνου και αξιοποίηση των δεδομένων υγείας για χάραξη πολιτικής.
  • Αποπολιτικοποίηση της διοίκησης και διακομματική δέσμευση σε μια «συμφωνία για την υγεία», ώστε να μην αλλάζει στρατηγική κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση.

Συμπερασματικά, η μελέτη των πέντε επιστημόνων δείχνει ένα σύστημα Υγείας που άντεξε τις κρίσεις, όμως, παραμένει η υποχρηματοδότηση, η απουσία στρατηγικής και οι τεράστιες ανισότητες οι οποίες υπονομεύουν την πρόσβαση και την ποιότητα.

Το ερώτημα είναι, όπως λένε, αν η πολιτεία θα δείξει αποφασιστικότητα να υιοθετήσει ένα νέο πλέγμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγών.

Πηγή: iatropedia.gr

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Ελλάδα
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Ελλάδα: Περισσότερα άρθρα