Ο αγαπημένος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος πέθανε το βράδυ της Τρίτης 21 Οκτωβρίου 2025, στις 9:10, στο θεραπευτήριο «Υγεία», αφήνοντας πίσω του ένα ανεκτίμητο καλλιτεχνικό έργο.
Ο σπουδαίος τραγουδοποιός, Διονύσης Σαββόπουλος, που σφράγισε τη μουσική και τη σκέψη μιας ολόκληρης εποχής, είχε μιλήσει δημόσια και με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια για τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο του πνεύμονα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η αποκάλυψη έγινε μέσα από την αυτοβιογραφία του, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2025. Με τον χαρακτηριστικό του τόνο και ύφος, ο μεγάλος καλλιτέχνης είχε αφηγηθεί πώς, μέσα στην πανδημία, ήρθε αντιμέτωπος με την πιο δύσκολη δοκιμασία της ζωής του.
«Είχα κάτι ενοχλήσεις και, μια και είχα χρόνο, πήγα στους γιατρούς. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν. Πάνω από 50 χρόνια καπνίζω και σας το λέω αυτό για να προσέχετε. Κι αν – ο μη γένοιτο – σας συμβεί, μη φοβηθείτε. Αντιμετωπίστε το. Έχει ο Θεός», είχε γράψει.
Η θεραπεία του υπήρξε μακρά και εξαντλητική. «Μου αφαίρεσαν μισό πνευμόνι κι ύστερα μπήκα σε θεραπείες. Κόπωση, μια αίσθηση μεγάλης αδυναμίας», είχε περιγράψει. Παρ’ όλα αυτά, δεν άφησε την ασθένεια να τον καθορίσει. Αντίθετα, έζησε με την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε: «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η μάχη του με τον κορονοϊο
Το 2022, ενώ βρισκόταν ακόμη υπό αγωγή, προσβλήθηκε και από κορονοϊό, μετά από ταξίδι στην Κύπρο για συναυλίες που έδωσε με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Δεν μου ήταν δυνατό να αρνηθώ», είχε σημειώσει. Παρά τις προφυλάξεις, μολύνθηκε στον δρόμο της επιστροφής.
«Μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με πυρετό. Οι γιατροί με έστειλαν στο νοσοκομείο. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο , τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων», είχε γράψει με τη γνωστή του αίσθηση χιούμορ και ρεαλισμού.
Οι ημέρες στο νοσοκομείο ήταν κρίσιμες. Οι γιατροί συσκέφθηκαν για το αν έπρεπε να εισαχθεί στην εντατική. Οι ώρες δύσκολες….
«Μου έβαλαν οξυγόνο, με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix», είχε θυμηθεί.
«Ντρεπόμουν να φωνάξω τις νοσοκόμες – Είναι ο Σαββόπουλος»
Και μέσα από εκείνες τις δύσκολες στιγμές, προέκυψε μια από τις πιο συγκλονιστικές του αφηγήσεις.
«Ξύπνησα ένα βράδυ μούσκεμα. Ντρεπόμουν να φωνάξω τις νοσοκόμες. Είμαι ο Σαββόπουλος, σκεφτόμουν, δεν γίνεται. Κι όμως γίνεται. Με πλύνανε, μου έβαλαν καθαρά σεντόνια, με σκέπασαν. “Χρόνια πολλά, κύριε Σαββόπουλε”, μου είπαν φεύγοντας. Είχε έρθει το Πάσχα».
Ήταν ένα απόσπασμα που συγκίνησε βαθιά όσους τον διάβασαν, μια σπάνια στιγμή ανθρώπινης απογύμνωσης και αξιοπρέπειας μαζί.
Με την ειλικρίνεια που πάντα τον διέκρινε, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μετατρέψει ακόμη και την αρρώστια του σε μάθημα ζωής. Δεν έκρυψε τίποτα, δεν ωραιοποίησε τίποτα – και ίσως γι’ αυτό συγκίνησε τόσο.
Έφυγε ήσυχα, όπως έζησε τα τελευταία του χρόνια. Με τη σοφία του ανθρώπου που γνώρισε και τη λάμψη και τη φθορά, που είδε κατάματα τον φόβο και τον έκανε τραγούδι.