Κόσμος

Ανάλυση NYT: Πώς οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στο Ιράν μπορεί να ενισχύσουν την παγκόσμια κούρσα των πυρηνικών όπλων

Η επίθεση των ΗΠΑ σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: αποτρέπει ή ενθαρρύνει τελικά τη διάδοση των πυρηνικών όπλων;

Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να καυχιέται για τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Ιράν και να υποστηρίζει ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν επιβραδύνθηκε για «δεκαετίες», ωστόσο οι New York Times, εγείρουν ένα διαφορετικό ερώτημα: μήπως, αντί να αποτρέψει, ο βομβαρδισμός του Ιράν στέλνει το λάθος μήνυμα σχετικά με την απόκτηση πυρηνικών όπλων; Μήπως ενισχύει την πεποίθηση ότι μόνο όποιος διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο μπορεί να αισθάνεται ασφαλής;

Ενώ ο Λευκός Οίκος φιλοδοξεί να στείλει το μήνυμα πως η απόκτηση πυρηνικών δεν θα γίνει ανεκτή, ειδικοί προειδοποιούν ότι το δίδαγμα του Ιράν που μπορεί να αντλήσουν χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή η Βόρεια Κορέα είναι το ακριβώς αντίθετο – πως μόνο μια πυρηνική ομπρέλα σε προστατεύει από τέτοιες επιθέσεις, σημειώνουν οι New York Times.

Έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που μια χώρα εντάχθηκε τελευταία φορά στο «κλαμπ» των πυρηνικά οπλισμένων εθνών. Ο Ντόναλντ Τραμπ, με τον βομβαρδισμό τριών ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων το περασμένο σαββατοκύριακο, ορκίστηκε να κρατήσει την πόρτα αυτού του κλαμπ ερμητικά κλειστή, για πάντα, σημειώνει το δημοσίευμα. 

Το αν το προληπτικό αυτό χτύπημα θα πετύχει τον στόχο του παραμένει αβέβαιο, τόσο λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος που έχει μεσολαβήσει όσο και εξαιτίας της εύθραυστης εκεχειρίας που ακολούθησε. Ωστόσο, ήδη αρχίζουν να διατυπώνονται φόβοι ότι η Τεχεράνη – και όχι μόνο – ίσως καταλήξει σε ένα τελείως διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που ήθελε να περάσει ο Λευκός Οίκος: πως η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο αποτροπής σε έναν κόσμο όπου οι απειλές πολλαπλασιάζονται.

Η τελευταία χώρα που απέκτησε πυρηνικά ήταν η Βόρεια Κορέα – και από τότε δεν υπήρξε ποτέ στόχος επίθεσης. Η ίδια, έχει διαμηνύσει πως τα πυρηνικά της όπλα δεν προορίζονται για διαπραγματεύσεις αλλά για να χρησιμοποιηθούν εναντίον εχθρών που θα απειλήσουν τον λαό της και την παγκόσμια ειρήνη.

Ο ίδιος ο Τραμπ αντάλλασσε φιλοφρονήσεις με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, ενώ συναντήθηκε μαζί του δύο φορές σε μια προσπάθεια –χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα– να επιτευχθεί συμφωνία. Στην περίπτωση του Ιράν, όμως, το μοτίβο ήταν εντελώς διαφορετικό: μόλις λίγες εβδομάδες μετά από νέα διπλωματική προσέγγιση, ο Τραμπ διέταξε επιθέσεις με βομβαρδιστικά B-2.

«Οι πιθανότητες να επιχειρήσει το Ιράν να αποκτήσει ένα μικρό πυρηνικό οπλοστάσιο έχουν αυξηθεί σε σχέση με πριν», δήλωσε ο Ρόμπερτ Άινχορν, ειδικός στον έλεγχο των εξοπλισμών και πρώην διαπραγματευτής με το Ιράν επί κυβέρνησης Ομπάμα. «Μπορούμε να υποθέσουμε πως αρκετοί σκληροπυρηνικοί κύκλοι στην Τεχεράνη υποστηρίζουν τώρα ότι ήρθε η ώρα να περάσουν το πυρηνικό κατώφλι».

Ο δρόμος για την απόκτηση πυρηνικής βόμβας μόνο εύκολος δεν είναι. Όπως εξηγεί ο Άινχορν, ακόμη κι αν το Ιράν αποφάσιζε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, θα είχε να ξεπεράσει τεράστια εμπόδια – πρώτα απ’ όλα, την απειλή νέων αμερικανικών ή ισραηλινών επιθέσεων, εάν η πρόθεση αυτή γίνει αντιληπτή. Το καθεστώς της Τεχεράνης παραμένει απομονωμένο, εύθραυστο και εσωτερικά διχασμένο – και είναι ασαφές κατά πόσο θα τολμούσε να προκαλέσει ανοιχτά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο φόβος της εξάπλωσης

Ωστόσο, η παγκόσμια λογική για τα πυρηνικά αποκτά νέα δυναμική. Οι μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις – ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα – θεωρούνται όλο και πιο αναξιόπιστες ή ακόμη και επιθετικές από τους γείτονές τους. Από τον Περσικό Κόλπο και την Κεντρική Ευρώπη μέχρι την Ανατολική Ασία, αναλυτές προειδοποιούν ότι κράτη που δεν έχουν πυρηνικά παρακολουθούν στενά τη μοίρα του Ιράν και εξάγουν τα δικά τους, ανησυχητικά, συμπεράσματα.

«Η Βόρεια Κορέα σίγουρα δεν μετάνιωσε ποτέ που απέκτησε πυρηνικά», παρατηρεί ο Κρίστοφερ Χιλ, που ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων με την Πιονγιάνγκ το 2007–2008, χωρίς τελικό αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη του, ο «πειρασμός» της βόμβας μεγαλώνει πλέον και για συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Ασία. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αυτοί οι σύμμαχοι βασίζονταν στο αμερικανικό «πυρηνικό δίχτυ ασφαλείας». Όμως ο Τραμπ, με την εμμονή του στο δόγμα «Πρώτα η Αμερική», έχει κλονίσει αυτή την εμπιστοσύνη.

«Θα ήμουν πολύ προσεκτικός στο να θεωρήσω δεδομένο ότι ισχύει ακόμα η αμερικανική πυρηνική ομπρέλα», λέει ο Χιλ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Νότια Κορέα, το Ιράκ και την Πολωνία. «Χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα αναρωτιούνται αν μπορούν πράγματι να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Στη Νότια Κορέα, η στήριξη για την απόκτηση πυρηνικών έχει αυξηθεί, παρότι ο νέος πρόεδρος Λι Τζε-Μιούνγκ έχει δεσμευτεί να βελτιώσει τις σχέσεις με τον Βορρά. Το 2023, ο Τζο Μπάιντεν υπέγραψε συμφωνία με τη Σεούλ για ενισχυμένη συνεργασία στον πυρηνικό σχεδιασμό, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις εσωτερικές πιέσεις για αυτόνομη πυρηνική ικανότητα.

Στην Ιαπωνία, όπου η κοινή γνώμη παραδοσιακά δεν θέλει τα πυρηνικά – λόγω της ιστορικής μνήμης της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι – η συζήτηση αρχίζει να αλλάζει. Υπάρχουν πλέον φωνές που ζητούν να εξεταστεί το ενδεχόμενο αποθήκευσης αμερικανικών πυρηνικών όπλων σε ιαπωνικό έδαφος, όπως γίνεται ήδη σε χώρες του ΝΑΤΟ. Ο πρώην πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε είχε δηλώσει πως, αν η Ουκρανία είχε διατηρήσει κάποια από τα σοβιετικά της πυρηνικά, ίσως να είχε αποφύγει την εισβολή της Ρωσίας.

Οι απειλές του Πούτιν να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία επηρέασαν βαθιά τη στρατηγική των ΗΠΑ, οι οποίες δίστασαν αρχικά να εξοπλίσουν την Ουκρανία πιο επιθετικά. Παράλληλα, ενίσχυσαν τον φόβο ότι αυταρχικά καθεστώτα μπορούν πλέον να ασκούν «πυρηνικό εκβιασμό» στους γείτονές τους.

Όπως έγραψαν οι αναλυτές Μπρους Ράιντελ και Μάικλ Ο’Χάνλον από το Brookings Institution: «Το δίδαγμα της Ουκρανίας ίσως τελικά είναι το εξής – Αν έχεις πυρηνικά, κράτα τα. Αν δεν έχεις, φρόντισε να αποκτήσεις. Ειδικά αν δεν διαθέτεις ισχυρό προστάτη όπως οι ΗΠΑ και έχεις ανοικτούς λογαριασμούς με μεγαλύτερη δύναμη που θα μπορούσε να σε οδηγήσει σε πόλεμο».

Η Σαουδική Αραβία, βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ και παραδοσιακός αντίπαλος του Ιράν, παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις. Αν η Τεχεράνη αποκτήσει βόμβα, το Ριάντ ενδέχεται να νιώσει τεράστια πίεση να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Η Ουάσιγκτον προσπαθεί να την καθησυχάσει, προσφέροντας υποστήριξη σε ένα πολιτικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν λόγω του πολέμου Ισραήλ–Χαμάς.

Στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ, η Συρία και η Λιβύη είδαν τα προγράμματά τους να διαλύονται – μέσω διπλωματίας, κυρώσεων ή και στρατιωτικής επέμβασης. Η περίπτωση της Λιβύης είναι η πιο χαρακτηριστική: ο Μουαμάρ Καντάφι παραιτήθηκε από τα όπλα μαζικής καταστροφής το 2003, αλλά οκτώ χρόνια αργότερα κατέρρευσε από ΝΑΤΟϊκή επέμβαση και βρήκε φρικτό θάνατο.

Η στρατηγική του Ιράν να εμπλουτίζει επιθετικά ουράνιο χωρίς να φτάνει στην κατασκευή βόμβας, επίσης, δεν το προστάτευσε τελικά. «Η υπόθεση του Ιράν δείχνει πως αυτή η τακτική δεν αποτελεί εγγύηση αποτροπής στρατιωτικής επίθεσης», εξηγεί ο Γκάρι Σάμορ από το Πανεπιστήμιο Μπράντεϊς.

Πόσο θα επηρεάσει το χτύπημα κατά του Ιράν τις αποφάσεις άλλων χωρών; Είναι νωρίς για συμπεράσματα. «Πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία; Με συμφωνία; Ή με το Ιράν να συνεχίζει ακάθεκτο προς την απόκτηση πυρηνικών;» αναρωτιέται ο Σαμόρ.

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Κόσμος
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Newsit Blogs
Κόσμος: Περισσότερα άρθρα
Πέθανε η Ιταλίδα ηθοποιός, Λέα Μασάρι – Είχε παίξει στο πλευρό των Αλέν Ντελόν και Ομάρ Σαρίφ
Η καταξιωμένη καλλιτέχνης άδησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 91 ετών - Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Λουί Μαλ, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, οι αδελφοί Ταγιάνι, ο Φράνκο Ρόζι
H Λέα Μασάρι