Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ανάπτυξη που δεν θα εξαρτάται από το Ταμείο Ανάκαμψης και εν γένει από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αναδεικνύεται ως η βασική πρόκληση της επόμενης διετίας στη Φθινοπωρινή Έκθεση 2025 του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου.
Η έκθεση επισημαίνει ότι όσο πλησιάζει η εξάντληση των κονδυλίων, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα φανούν πιο καθαρά. Έτσι, το ζητούμενο δεν είναι μόνο να κλείσουν οι εκταμιεύσεις των πόρων και να ολοκληρωθούν τα έργα, αλλά να προωθηθεί το κατάλληλο μείγμα μεταρρυθμίσεων που θα κρατήσει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και μετά το 2026.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η εξάρτηση αποτυπώνεται πρώτα και κύρια στο μέγεθος των ροών. Σύμφωνα με την έκθεση, από το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν αντληθεί έως σήμερα 24,5 δισ. ευρώ έως τον Νοέμβριο του 2025 και αναμένονται επιπλέον 11,4 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2026, δηλαδή χρηματοδότηση μέσω επιχορηγήσεων και δανείων ίση με 15,96% του ΑΕΠ.
Το προβληματικό εμπορικό έλλειμμα
Η έκθεση περιγράφει ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να μειωθεί το 2025, αλλά να διευρυνθεί εκ νέου το 2026, καθώς η εντονότερη επενδυτική δραστηριότητα τροφοδοτεί εισαγωγές. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ανάπτυξη μπορεί να παραμένει ισχυρή, αλλά χωρίς βελτίωση της εξαγωγικής ικανότητας και της παραγωγικής βάσης, το εξωτερικό ισοζύγιο κρατά την οικονομία εκτεθειμένη σε διακυμάνσεις, μια γραμμή την οποία στηρίζει σε πολλαπλές εκθέσεις της και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Η ΤτΕ αναδεικνύει ως μια κομβικής σημασίας προτεραιότητα την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, ενώ επισημαίνει ότι μόνο εφόσον τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να συνεχίσει την πτωτική του πορεία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πού υστερεί η ελληνική οικονομία
Η Φθινοπωρινή Έκθεση 2025 τοποθετεί δίπλα σε αυτή τη μακροοικονομική προϋπόθεση μια σειρά από υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας που θα καθορίσουν το αν η ανάπτυξη θα μπορέσει να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη ή θα συνεχίσει να εξαρτάται από ροές ευρωπαϊκών πόρων.
Το 2024 το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδας τοποθετείται στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ. Το ποσοστό επενδύσεων περιγράφεται ως χαμηλό, περίπου 15% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 22% στην ΕΕ. Στο ίδιο σημείο, η αποταμίευση των νοικοκυριών χαρακτηρίζεται ως σχεδόν μηδενική στην Ελλάδα, όταν στην ΕΕ βρίσκεται στο 14%. Παράλληλα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναφέρεται στο 8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, όταν στην ΕΕ καταγράφεται πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ.
Με αυτά τα δεδομένα, η έκθεση επιμένει ότι η συζήτηση για το μετά του Ταμείου Ανάκαμψης περνά αναγκαστικά από την ενίσχυση της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους. Αναφέρει τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και την ψηφιοποίηση ως βασικούς οδηγούς βιώσιμης ανάπτυξης, όπου η Ελλάδα υστερεί, με αναφορά στην έκθεση Ντράγκι και στην ευρωπαϊκή συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας.
Στην ίδια αλυσίδα προκλήσεων, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εντάσσει τη λειτουργία και αποδοτικότητα του κρατικού τομέα, όπου παραπέμπει σε υστέρηση περίπου 40% έναντι χωρών όπως η Φινλανδία, αλλά και την παιδεία, όπου καταγράφεται υστέρηση 16% έναντι της Εσθονίας στις επιδόσεις σε μαθηματικά και επιστήμες. Προσθέτει επίσης το ζήτημα της αδρανοποίησης εργατικού δυναμικού, αναφέροντας ότι το ποσοστό του λεγόμενου μη ενεργού πληθυσμού είναι 15% στην Ελλάδα, έναντι 5% στην Ολλανδία. Για την έρευνα και καινοτομία, αναφέρεται ότι οι δαπάνες στην Ελλάδα είναι στο 1,5% του ΑΕΠ, έναντι 2,25% στην ΕΕ.
Χαμηλή παραγωγικότητα ίσον χαμηλοί μισθοί
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το ζήτημα των πραγματικών μισθών καθώς το Δημοσιονομικό Συμβούλιο συνδέει ρητά την ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας με το να στηρίζεται η άνοδος τους σε πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, σημείο που έχει επισημάνει στο παρελθόν και η Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ.
Στο δημοσιονομικό σκέλος, η Φθινοπωρινή Έκθεση 2025 ζητά στοχευμένη συνέχεια στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, με έμφαση σε κλάδους υψηλού κινδύνου όπως τα καύσιμα. Περιγράφεται η ενίσχυση των ελέγχων στη διακίνηση καυσίμων εντός του 2025, με αυτόματους ελέγχους στα πρατήρια μέσω μετρητών ροής και συλλογής δεδομένων, παρακολούθηση σε δεξαμενές πλοίων με data loggers, χρήση GPS και AIS στα σκάφη και προγραμματισμένη επέκταση σε χερσαία οχήματα με GPS τηλεματικής, στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος παρακολούθησης.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο ανοίγει, τέλος, και το μέτωπο της άμυνας. Επισημαίνει ότι ακόμη κι αν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο υπάρχει δυνατότητα ρήτρας διαφυγής για αμυντικές δαπάνες, το υψηλό χρέος επιβάλλει έμφαση στη δομή και στην αποτελεσματικότητα των δαπανών. Στο ίδιο σημείο παρατίθεται ότι το χρέος της Ελλάδας το 2024 διαμορφώθηκε στο 153,7% του ΑΕΠ έναντι 81,6% στην ΕΕ, ενώ καταγράφονται και οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, 2,7% το 2021, 2,6% το 2022 και 2,2% το 2023 και το 2024.