Με την υπερψήφιση του Προϋπολογισμού 2024 ολοκληρώθηκε χθες (17.12.23) το βράδυ, η διαδικασία της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, ανάβοντας το «πράσινο φως» στην κυβέρνηση για την υλοποίηση του δημοσιονομικού της πλάνου με την έλευση του νέου έτους, χωρίς να εκλείπουν οι αβεβαιότητες και οι αστερίσκοι, ενώ σχετική αναφορά σε προκλήσεις έκανε και ο ΥΠΕΘΟ, κος Κωστής Χατζηδάκης κατά την ομιλία του.
Ο προϋπολογισμός του 2024 θέτει ως αναπτυξιακό στόχο το 2,9% με το ΑΕΠ στα 233,8 δισ. ευρώ. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,1% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος θα απομειωθεί σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024.
Επιπλέον, προβλέπεται σημαντική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 15,1% και υποχώρηση της ανεργίας στο 10,6% ενώ υπάρχει πρόβλεψη για επιπρόσθετα μέτρα στήριξης συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που διαρθρώνονται σε 21 άξονες, με πεδίο τις μισθολογικές παρεμβάσεις, επιδοματικές πολιτικές, συντάξεις κ.ο.κ.
1. Οι “εξωτερικές” αβεβαιότητες
Ωστόσο, όπως έχει τονιστεί ουκ ολίγες φορές και από το ίδιο το οικονομικό επιτελείο, παρά την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία στην αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων των προηγουμένων ετών, δεν λείπουν από το διεθνές γεωπολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, προκλήσεις και κίνδυνοι που θα μπορούσαν ακόμα και να «εκτροχιάσουν» τον προϋπολογισμό 2024 από την τροχιά επίτευξης των στόχων του.
Τα δύο ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, καθώς και η διαρκής απειλή ευρύτερης ανάφλεξης, το ζήτημα της ανεξέλεγκτης ακρίβειας, η ενεργειακή κρίση, τα πλήγματα από την κλιματική αλλαγή, αποτελούν αβεβαιότητες που αμφισβητούν την ανάπτυξη πανευρωπαϊκά και παγκόσμια.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ρευστή μέσα στο περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων με την ΕΚΤ να επιλέγει να ακολουθήσει μία «προσεχτική» στάση, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε πρόσφατα από την Φρανκφούρτη να προσγειώσει τις προσδοκίες των αγορών: «Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν καθοδικοί» προειδοποίησε, προβλέποντας μάλιστα πως «θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν η νομισματική πολιτική αποδειχθεί ισχυρότερη από το αναμενόμενο».
Για την Ελλάδα, ο προϋπολογισμός θέτει ως στόχο ανάπτυξη 2,9% το 2024, με τις προβλέψεις άλλων φορέων να είναι αρκετά πιο μετρημένες, καθώς η Κομισιόν «δίνει» 1,9%, το ΔΝΤ 1,5% και η ΤτΕ 2,7%.
Ερωτηματικό για τα δημοσιονομικά της χώρας, παραμένει διαχρονικά και το εμπορικό έλλειμμα, με την αύξηση των εξαγωγών να είναι μία από τις προκλήσεις τις οποίες επεσήμανε από το βήμα της Βουλής ο Κωστής Χατζηδάκης.
Η κυβέρνηση προβλέπει μια άνοδο των εξαγωγών της τάξης του 6,3%, στο 60% του ΑΕΠ έως το 2027, και στο 70% του ΑΕΠ έως το 2030, σε συνθήκες επιβράδυνσης της Ευρωζώνης και με την επίδοση στο πρώτο δεκάμηνο του 2023 να είναι πτώση κατά 12,2% (χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 1,690.7 δισ. ευρώ ή 3,2%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία κατά 1,577.9 δισ. ευρώ ή 3%).
Αμφιβολίες επιπλέον γεννά και ο στόχος του προϋπολογισμού για την αύξηση των επενδύσεων σε 12,17 δισ. ευρώ το 2024. Οι επενδυτικές δαπάνες θα πρέπει να πολλαπλασιαστούν πάνω από 15,1% την επόμενη χρονιά, σε επίπεδα που είναι «δυσθεώρητα» ακόμα και για τα χρόνια προ της κρίσης χρέους και των μνημονίων.
Για να γίνει η αναγκαία σύγκριση, υπενθυμίζεται πως ο στόχος για τις επενδύσεις του 2023 ανερχόταν στο 15,5%, με την εκτέλεση εν τέλει να φτάνει μόνο στο 7%.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης
Κομβικός στόχος του νέου Προϋπολογισμού είναι η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, με την κυβέρνηση να προσδοκά σε 2,1% του ΑΕΠ το 2024, από 1,1% φέτος.
Μία τέτοια επίδοση, μάλιστα, αν και εφόσον υλοποιηθεί, βγάζει την Ελλάδα από την «επικίνδυνη ζώνη» ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα συμφωνηθούν στο έκτακτο ECOFIN της 20ης Δεκεμβρίου.
Ακόμα και στο δυσμενές σενάριο επιστροφής στο παλιό Σύμφωνο, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας ανέρχεται σε 2,1% του ΑΕΠ με το όριο να είναι στο 3%.
Με βάση την συμβιβαστική πρόταση που γνωστοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, για τα κράτη μέλη που έχουν έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ, ανάμεσα τους συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, η Κομισιόν θα παρέχει, τεχνικές συστάσεις σχετικά με τη διαρθρωτική πρωτογενή ισορροπία που είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι το ονομαστικό έλλειμμα θα παραμείνει κάτω από το όριο χωρίς πρόσθετα μέτρα μεσοπρόθεσμα.
Η Ελλάδα επιπλέον αναμένει με προσοχή την έκβαση της συζήτησης περί εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών. Αν τελικά συμφωνηθεί, θα αποτελέσει «μάννα εξ ουρανού» για την ελληνική οικονομία η οποία δαπανά διόλου ευκαταφρόνητα ποσά για την άμυνα της και έχοντας ήδη βάλει μπρος πολυετή εξοπλιστικά προγράμματα για τα επόμενα χρόνια.
Η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των καθαρών πρωτογενών δαπανών, αν τελικά συμφωνηθεί, σημαίνει την δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου για την ελληνική οικονομία παρέχοντας το περιθώριο για επιπρόσθετα μέτρα κοινωνικής πολιτικής και φορολογικών ελαφρύνσεων.
2. Το εσωτερικό “στοίχημα” της φοροδιαφυγής
Βασική προτεραιότητα, όχι απλά για τον προϋπολογισμό του 2024 αλλά για το σύνολο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης για όλη την τετραετία αποτελεί η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Το οικονομικό επιτελείο μάλιστα προσδοκά να αποκομίσει για τα δημόσια ταμεία έως και 3 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2027, ως αποτέλεσμα του περιορισμού του φαινομένου και της αύξησης των φορολογικών εσόδων, χωρίς, όμως, να είναι ακόμη σαφείς οι συνέπειες της επίτευξης ενός τέτοιου στόχου στην ανάπτυξη.
Επιπλέον, το ΥΠΕΘΟ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα συνδέοντας αυτά τα έσοδα με πρόσθετες δαπάνες για την Υγεία και την Παιδεία, ύψους 481 εκατ. ευρώ και 255 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα.
Στόχος της κυβέρνησης, είναι το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» από περίπου 15% που το υπολογίζει φέτος, να μειωθεί στον ευρωπαϊκό όρο του 9% έως το 2027, ενώ επιπλέον προσδοκά σε 550 εκατ. ευρώ παραπάνω έσοδα μόνο από τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ερωτηματικά, ωστόσο, αποτελούν όχι μόνο αν η κυβέρνηση θα καταφέρει να «πιάσει» τον στόχο των 3 δισ. ευρώ ετησίως, αλλά και ποιες παρεμβάσεις σε Υγεία και Παιδεία συνδέει συγκεκριμένα με αυτόν τον στόχο, και πώς θα καλυφθούν από τον προϋπολογισμό σε περίπτωση που η μάχη κατά της φοροδιαφυγής δεν είναι αυτή που αναμένει η κυβέρνηση. Επιπρόσθετα, η προσδοκία για ετήσια έσοδα έως 3 δισ. ευρώ έως το 2027, δεν προσδιορίζει κατ’ έτος τον στόχο της κυβέρνησης, διασαφηνίζοντας πού βρίσκεται η γραμμή που διαχωρίζει την επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού από την απώλεια τους.