Η ελπίδα για μια γρήγορη αποκλιμάκωση στην Ουκρανία απομακρύνεται κάθε εβδομάδα. Στο μέτωπο, οι ημερήσιες απώλειες ανέρχονται σε χιλιάδες, χωρίς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, παρά την ενεργή διπλωματική του προσπάθεια, να καταφέρνει να φρενάρει τις ρωσικές επιθέσεις.
Αντιθέτως: σύμφωνα με το επιτελείο της Ουκρανίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν εκμεταλλεύεται τη συγκέντρωση του Ντόναλντ Τραμπ στις διαπραγματεύσεις για να εντείνει τις επιχειρήσεις του και να αποσπάσει περισσότερο έδαφος πριν από οποιαδήποτε συμφωνία, γράφει το Sky News.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μια Ρωσία σε πολεμική διάταξη, χωρίς πρόθεση υποχώρησης
Τα συνήθη σημάδια που δείχνουν διάθεση για ειρήνη — επιβράδυνση επιχειρήσεων, μείωση δυνάμεων, ανακατανομή δαπανών — είναι ανύπαρκτα από ρωσικής πλευράς.

Τα τελευταία δύο χρόνια, το Κρεμλίνο έχει αναμορφώσει την οικονομία του, έχει κινητοποιήσει τον πληθυσμό και έχει προσανατολίσει εκ νέου τη βιομηχανία του στην παραγωγή όπλων και πυρομαχικών. Η επιστροφή μιας χώρας σε ειρηνικούς ρυθμούς μετά από τέτοια μεταμόρφωση απαιτεί τεράστια προσπάθεια. Η άρνηση της Μόσχας να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση εκπέμπει καθαρό μήνυμα: η Ρωσία ετοιμάζεται να συνεχίσει τον πόλεμο – και ίσως να τον επεκτείνει.
Με πάνω από 710.000 στρατιώτες σε μια γραμμή μετώπου 1.250 χιλιομέτρων, η Ρωσία διατηρεί μέγιστη πίεση. Για πολλούς αναλυτές, αυτή η στάση δεν δείχνει κατάπαυση του πυρός, αλλά πόλεμο μεγάλης διάρκειας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην Ευρώπη, ο πειρασμός της αμερικανικής αποστασιοποίησης αλλάζει τα δεδομένα
Την ίδια στιγμή, η απόσταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μεγαλώνει, γράφει το CNN. Σε συνέντευξή του στο Politico, ο Τραμπ χαρακτήρισε τις ευρωπαϊκές χώρες «αδύναμες» και «παρακμάζουσες», υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία έχει πλέον «το πάνω χέρι» στην Ουκρανία. Η νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησής του κατηγορεί μάλιστα τους Ευρωπαίους ηγέτες για «αυταπάτες» που δήθεν «εμποδίζουν την ειρήνη».
Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν σοκ σε Βερολίνο, Παρίσι και Βρυξέλλες — αλλά έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το Κρεμλίνο. Ο εκπρόσωπος του Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, χαιρέτισε μια τοποθέτηση «εναρμονισμένη με τη ρωσική οπτική». Άλλες φιγούρες, όπως ο Κιρίλ Ντμίτριεφ, θεωρούν ότι οι δηλώσεις Τραμπ προσφέρουν ευκαιρία για περαιτέρω διάσπαση της Δύσης.

Το κλίμα αυτό ενισχύει ένα αίσθημα απειλής: Ρώσοι ιδεολόγοι που κινούνται κοντά στον κύκλο εξουσίας δηλώνουν ανοιχτά ότι η Ρωσία βρίσκεται «σε πόλεμο με την Ευρώπη» και ότι ο πόλεμος θα τελειώσει μόνο όταν η ήπειρος «καταρρεύσει πολιτικά και ηθικά».
Μια ειρήνη αδύνατη χωρίς ευρωπαϊκό αναπροσανατολισμό
Το μέλλον του πολέμου εξαρτάται από τις διαπραγματεύσεις. Μια πλήρης στρατιωτική ήττα της Ρωσίας θεωρείται απίθανη χωρίς μαζική επένδυση των ΗΠΑ — κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η καλύτερη ρεαλιστική επιλογή για το Κίεβο θα ήταν ένα πάγωμα της γραμμής του μετώπου και ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, απαιτεί από τις ευρωπαϊκές χώρες να αναπροσαρμόσουν τις ένοπλες δυνάμεις και τις κοινωνίες τους σε πολεμική λογική. Η Γαλλία μιλά ανοιχτά για πιθανές απώλειες. Η Γερμανία ενισχύει τη βάση της στρατολογίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο, αντίθετα, δυσκολεύεται ακόμη να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για την προοπτική μακρόχρονου πολέμου.
Όπως σημειώνει το Sky News, «οι στρατοί δίνουν μάχες. Οι χώρες κάνουν πόλεμο».
Το χειρότερο σενάριο: μια Ευρώπη στο περιθώριο, μια Ουκρανία υπό πίεση
Η εναλλακτική είναι πολύ πιο ζοφερή. Αν η Ευρώπη μείνει εκτός των διαπραγματεύσεων, η Ουκρανία μπορεί να εξαναγκαστεί να παραχωρήσει εδάφη, ειδικά στο Ντονμπάς. Μια τέτοια «ειρήνη» θα ήταν πιθανόν μόνο προσωρινή, πριν ο Πούτιν — ή ο διάδοχός του — επιχειρήσει νέα επίθεση, είτε στην Ουκρανία είτε ενδεχομένως στα σύνορα του ΝΑΤΟ, όπως στις Βαλτικές χώρες.
Η νέα αμερικανική στρατηγική ξεκαθαρίζει ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την Ευρώπη μόνο εφόσον εξυπηρετούνται άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα. Για πρώτη φορά, το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ δεν μοιάζει απόλυτη εγγύηση.
Μια προσομοίωση του Sky News εξέτασε ακόμη και το ενδεχόμενο ρωσικής επίθεσης στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς αμερικανική στήριξη — και κατέληξε ότι το Λονδίνο, σε αυτό το σενάριο, θα είχε ελάχιστα συμβατικά μέσα αντίδρασης.