Στην ακύρωση της απόρριψης από την Κομισιόν του αιτήματος των «New York Times» για πρόσβαση σε SMS μεταξύ της προέδρου της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, για την αγορά εμβολίων κατά της COVID-19, προχώρησε σήμερα Τετάρτη (14.5.25) το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ.
Το δεύτερο κορυφαίο δικαστήριο της ΕΕ, αποφάνθηκε σήμερα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «δεν εξήγησε με πειστικό τρόπο τους λόγους» για τους οποίους έκρινε ότι τα γραπτά μηνύματα, που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της αγοράς εμβολίων κατά του κορονοϊού, δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες οι οποίες έχρηζαν παρακολούθησης ώστε να πρέπει να διασφαλιστεί η διατήρησή τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ΕΕ αποφάνθηκε ότι ακυρώνεται η απόφαση της Κομισιόν που αρνήθηκε να παράσχει σε δημοσιογράφο της εφημερίδας New York Times πρόσβαση στα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer.
Συγκεκριμένα, η δημοσιογράφος Ματίνα Στέβη της εφημερίδας «New York Times» είχε ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσβαση σε όλα τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Άλμπερτ Μπουρλά, διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 11ης Μαΐου 2022. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της εφημερίδας με την αιτιολογία ότι δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα που ζητήθηκαν με αυτήν. Οι New York Times ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της EE να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή των New York Times και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει τα εξής: «Σκοπός του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών».
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι «οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες».
Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δημοσιογράφος Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Επομένως κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων.
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.