Πηγή των μυστικών υπηρεσιών δήλωσε στη Dailymail, ότι ο Γκραντ πιστεύει ότι ίσως να μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό της Λιούθγουεϊτ, γεγονός που θα ενίσχυε τις πιθανότητές του για πρόωρη αποφυλάκιση.
Όπως είπε: «Αν έχει οποιαδήποτε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει στον εντοπισμό της Λιούθγουεϊτ, η οποία επί σειρά ετών ξεφεύγει από τις αρχές, θα ήταν ανεκτίμητη».
Η Λιούθγουεϊτ έγινε για πρώτη φορά γνωστή το 2005, όταν ο 19χρονος σύζυγός της, Τζερμέιν Λίντσεϊ, ενός εκ των βομβιστών αυτοκτονίας στις επιθέσεις του Λονδίνου το 2005, ανατινάχθηκε στο μετρό στο σταθμό King’s Cross το 2005, σκοτώνοντας 26 επιβάτες.
Τότε, η Λιούθγουεϊτ αυτοπαρουσιαζόταν ως θύμα των βομβιστικών επιθέσεων της 7ης Ιουλίου. Στην πραγματικότητα ήταν μια επικίνδυνη εξτρεμίστρια, αποφασισμένη να οργανώσει τις δικές της δολοφονικές αποστολές και να σπείρει τον θάνατο.
Η ίδια άλλαζε πολλές φορές εμφάνιση και ταυτότητα - ακόμη και με πλαστικές επεμβάσεις - για να μην μπορεί κανείς και ποτέ να την εντοπίσει. Παράλληλα, το προφίλ της ως ντροπαλής μαθήτριας που μεγάλωσε στα προάστια δεν προμήνυε την μετέπειτα ριζοσπαστικοποίησή της.
Ο πατέρας της, Άντι Λιούθγουεϊτ, Άγγλος στρατιώτης, γνώρισε τη μητέρα της, την Ιρλανδή καθολική Κριστίν Άλεν, ενώ υπηρετούσε στη Βόρεια Ιρλανδία τη δεκαετία του ’70.
Η Σαμάνθα γεννήθηκε το 1983 στο Μπάνμπριτζ της Κομητείας Ντάουν στη Βόρεια Ιρλανδία και αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Άιλσμπερι του Μπάκιγχαμσαϊρ.
Μετά το διαζύγιο των γονιών της το 1994, λέγεται πως στράφηκε στο Ισλάμ, επηρεασμένη από μουσουλμάνους γείτονες με ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς.
Ως έφηβη, λέγεται ότι γοητεύτηκε από τα κηρύγματα του εξτρεμιστή ιεροκήρυκα Τρέβορ Φόρεστ, γνωστού και ως σεΐχη Αμπντάλα ελ-Φαϊσάλ, τον οποίο μάλιστα επισκεπτόταν στη φυλακή το 2006.
Αφού ασπάστηκε το Ισλάμ σε ηλικία 17 ετών, άλλαξε το μικρό της όνομα σε Σεραφίγια και γράφτηκε σε Πανεπιστήμιο του Λονδίνου για να σπουδάσει πολιτική και θρησκειολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Γνώρισε τον Λίντσεϊ μέσω διαδικτύου και συναντήθηκαν πρώτη φορά σε διαδήλωση κατά του πολέμου στο Λονδίνο. Παντρεύτηκαν το 2002 και απέκτησαν έναν γιο το 2004. Όταν εκείνος ανατινάχτηκε, η Λιούθγουεϊτ ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.
Λίγο αργότερα, ενώ είχε τεθεί υπό αστυνομική προστασία, δήλωνε κρατώντας στην αγκαλιά το νεογέννητο μωρό της: «Και εμείς είμαστε θύματα». Είχε πει για τον άντρα της: «Καταδικάζω πλήρως και φρίττω με τις θηριωδίες. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα ήταν ικανός για τέτοια φρικτά πράγματα. Ήταν στοργικός σύζυγος και πατέρας».
Τα επόμενα χρόνια προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με το πόσα γνώριζε για το σχέδιο η ίδια. Φαίνεται πάντως ότι όχι μόνο γνώριζε για τη δράση του άντρα της, αλλά συμμετείχε και η ίδια στην οργάνωση της επίθεσης.
Η Σαμάνθα και τα δυο παιδιά της αναγκάστηκαν να εξαφανιστούν από προσώπου γης μετά τις βομβιστικές επιθέσεις της 7ης Ιουλίου.
Μόλις μερικούς μήνες μετά, πιστεύεται ότι μετακόμισε για πρώτη φορά στην Κένυα και το 2008 ταξίδεψε στη Νότια Αφρική με το πραγματικό της όνομα.
Ωστόσο, απελάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2009 και επέστρεψε για να γεννήσει το τρίτο της παιδί στο νοσοκομείο του Στόουκ Μάντεβιλ.
Αποφασισμένη να επιστρέψει στην Αφρική, άλλαξε τα προσωπικά της στοιχεία και υιοθέτησε το όνομα Ασμάα Σαχιντά Μπιντ-Άντριους. Με τη νέα ταυτότητα επέστρεψε στη Νότια Αφρική και δούλεψε σε εργοστάσιο.
Ενεργοποίησε και τρίτη ταυτότητα: αυτή της Βρετανίδας νοσοκόμας Νάταλι Φέι Γουέμπ, τα στοιχεία της οποίας είχε κλέψει. Στο Γιοχάνεσμπουργκ γέννησε και τέταρτο παιδί - κόρη ενός Κενυάτη αξιωματικού του Ναυτικού που έγινε τρομοκράτης, του Άμπντι Ουαχίντ.
Το 2011 πήγε στην Τανζανία και μετά επέστρεψε στην Κένυα, όπου άρχισε να οργανώνει τρομοκρατικές επιθέσεις για την αλ-Σαμπάμπ.
Οι δεσμοί της με την τρομοκρατία αποκαλύφθηκαν το 2011 κατά τη σύλληψη του Γκραντ στο σπίτι στη Μομπάσα. Εκεί βρέθηκε εργαστήριο παρασκευής βομβών, ένα καλάσνικοφ, φωτογραφία της Λιούθγουεϊτ και το λάπτοπ της.
Στον υπολογιστή είχε γράψει ποίημα υπέρ του Οσάμα Μπιν Λάντεν και τα δακτυλικά της αποτυπώματα βρέθηκαν στον χώρο. Φαίνεται ότι μελετούσε σχολαστικά επί οκτώ χρόνια τη διαδικασία για την κατασκευή βομβών και την αναζήτηση εκρηκτικών υλικών.
Πιστεύεται ότι ήταν μέλος βρετανικής τρομοκρατικής ομάδας με επικεφαλής τον τελευταίο της σύζυγο, τον Βρετανό βομβιστή Χαμπίμπ Γκάνι, που σκοτώθηκε αργότερα σε ανταλλαγή πυρών στη Σομαλία.
Η πρώτη της φονική δράση θεωρείται η επίθεση με χειροβομβίδες σε μπαρ της Μομπάσα, το 2012, όπου σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι και τραυματίστηκαν 25.
Το 2013, φέρεται να ήταν από τα ηγετικά στελέχη της σφαγής στο εμπορικό κέντρο Westgate στο Ναϊρόμπι, όπου σκοτώθηκαν 67 άτομα, ανάμεσά τους και πέντε Βρετανοί.
Κατηγορείται επίσης για τη σφαγή 148 ανθρώπων στο πανεπιστήμιο Γκαρίσα στην Κένυα το 2015, ενώ συνδέεται και με την επίθεση στο συγκρότημα Riverside του Ναϊρόμπι το 2019.
Λέγεται ακόμα ότι εκπαίδευσε ομάδα γυναικών καμικάζι, με στόχο τη Δύση, και στη συνέχεια κρύφτηκε με τον πολέμαρχο Χασάν Μααλίν Ιμπραΐμ (σεΐχη Χασάν), ηγετικό στέλεχος της αλ-Σαμπάμπ.
Το 2022, αναφέρθηκε ότι διέφυγε με σκάφος στην Υεμένη, όταν η ζωή της τέθηκε σε κίνδυνο μετά τον χωρισμό τους.
Πηγή ασφαλείας είπε: «Είχε την προστασία της οικογένειάς του σε περιοχή απαγορευμένη για τις αρχές, αλλά πλέον δεν είναι ευπρόσδεκτη και έχει καταφύγει στην Υεμένη, σε περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Αλ Κάιντα. Πέρασε εκεί με ιστιοφόρο. Είναι πολύ επικίνδυνο λόγω του εμφυλίου, αλλά και η ίδια είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη γυναίκα με πολύ αίμα στα χέρια της».
Έκτοτε, παραμένει άφαντη, με τους συγγενείς της να υποπτεύονται ότι μπορεί και να έχει σκοτωθεί.
Πρόσφατα όμως προκάλεσε νέα αντιδράσεις όταν αποκαλύφθηκε ότι ετοιμάζεται ταινία για τη ζωή της, με τίτλο «Girl Next Door», με πρωταγωνίστρια της ηθοποιό Μπέλα Ράμσεϊ.
Ο σκηνοθέτης Μπρους Γκούντισον δήλωσε: «Η ταινία αφορά μια νεαρή, αισιόδοξη ιδεαλίστρια με ραγισμένη καρδιά. Η Σαμ μετέτρεψε το πένθος της σε δύναμη - που την εκμεταλλεύτηκαν άνδρες για τους σκοπούς της παγκόσμιας τρομοκρατίας».
Για την ώρα, η Λευκή Χήρα παραμένει άφαντη. Αλλά η υπόθεσή της συνεχίζει να στοιχειώνει τις Αρχές, να εμπνέει τον κινηματογράφο και να θέτει ερωτήματα για το πώς μια νεαρή γυναίκα από την καρδιά της Αγγλίας οδηγήθηκε στη βαρβαρότητα της τζιχάντ.