Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν δήλωσε ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να συμβάλει ενεργά στις διεθνείς προσπάθειες για την ειρήνη στη Γάζα.
Παράλληλα ο Χακάν Φιντάν άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η Τουρκία να στείλει στρατό στη Γάζα στο πλαίσιο της υπό διαμόρφωση Διεθνούς Δύναμης Σταθερότητας των Ηνωμένων Εθνών (ISF).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως τόνισε, «η Τουρκία είναι έτοιμη να αναλάβει το βάρος που της αναλογεί. Αλλά είναι σημαντικό τα έγγραφα και το πλαίσιο που θα προκύψουν εδώ να είναι τέτοια που θα μπορούμε να τα υποστηρίξουμε».
Παράλληλα, κατηγόρησε το Ισραήλ ότι υπονομεύει συστηματικά την εκεχειρία και εμποδίζει τη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.
Οι δηλώσεις του κ. Φιντάν έγιναν ύστερα από τη συνάντηση που φιλοξένησε στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή των ομολόγων του της Ινδονησίας, του Πακιστάν, της Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας, του Κατάρ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Τουρκίας και συμμετείχαν σε αυτή οι υπουργοί Εξωτερικών χωρών που είχαν συναντηθεί με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στο περιθώριο της 80ής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Από τη συνάντηση απουσίαζε ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, όπως ανέφερε ο κ. Φιντάν.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ υπενθύμισε ότι η διεθνής κινητοποίηση για τη Γάζα επιταχύνθηκε μετά τη συνάντηση στη Νέα Υόρκη και κορυφώθηκε στη διάσκεψη του Σαρμ ελ Σέιχ με πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ.
Παρά τις θετικές εξελίξεις, ο κ. Φιντάν σημείωσε ότι «η τήρηση των όρων της εκεχειρίας συναντά εμπόδια», κατηγορώντας το Ισραήλ ότι παραβιάζει συστηματικά την κατάπαυση του πυρός.
Από την έναρξη της εκεχειρίας έχουν σκοτωθεί σχεδόν 250 Παλαιστίνιοι, ανέφερε, ζητώντας να σταματήσουν οι ισραηλινές επιθέσεις αμέσως.
Αναφέρθηκε επίσης στα προβλήματα στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, εξηγώντας πως, παρ’ όλο που η συμφωνία προβλέπει την καθημερινή διέλευση 600 φορτηγών και 50 βυτίων καυσίμων, «στην πράξη αυτά τα μεγέθη δεν επιτυγχάνονται και μεγάλες ποσότητες βοήθειας παραμένουν στα σύνορα».
Ως προς τη δημιουργία της Διεθνούς Δύναμης Σταθερότητας (ISF), ο κ. Φιντάν εξήγησε ότι στόχος είναι να συγκροτηθεί μια στρατιωτική παρουσία με σαφή εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
«Κάθε χώρα θα αποφασίσει τη συμμετοχή της ανάλογα με τον καθορισμό του ρόλου και των αρμοδιοτήτων της δύναμης», ανέφερε.
Ο Χακάν Φιντάν είπε επίσης ότι η Χαμάς εξέφρασε προθυμία να μεταβιβάσει τη διοίκηση της Γάζας σε μια επιτροπή αποτελούμενη από Παλαιστίνιους.
«Όσο περισσότερο αυτή η δομή αντανακλά τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού, τόσο πιο ανθεκτική θα είναι απέναντι στον χρόνο και στις προκλήσεις», σημείωσε.
Στο ίδιο πνεύμα, υπογράμμισε ότι η Τουρκία «από θέση αρχής υποστηρίζει ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να κυβερνούν τους εαυτούς τους και να φροντίζουν για τη δική τους ασφάλεια».
Τόνισε ότι η διεθνής κοινότητα έχει καθήκον να στηρίξει τον παλαιστινιακό λαό με διπλωματικά, θεσμικά και οικονομικά μέσα, ώστε η μετάβαση να είναι βιώσιμη.
Απαντώντας σε ερώτηση για τις διαβουλεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εξήγησε ότι οι συνομιλίες επικεντρώνονται στην επίτευξη συναίνεσης γύρω από ένα σχέδιο απόφασης που δεν θα προσκρούσει σε βέτο από τα μόνιμα μέλη.
«Πρόκειται για μια ευαίσθητη διαδικασία», είπε, «καθώς κάθε βήμα που γίνεται για την επίλυση του Παλαιστινιακού θα πρέπει να δίνει λύση στα σημερινά προβλήματα χωρίς να δημιουργεί νέα αδιέξοδα στο μέλλον».
Ο κ. Φιντάν προειδοποίησε επίσης ότι «κανείς δεν επιθυμεί τη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος κηδεμονίας στη Γάζα». Όπως σημείωσε, «βλέπουμε ότι εκφράζονται επιφυλάξεις από διάφορες χώρες για να μην συμβεί αυτό μέσα από τις πρωτοβουλίες για την ανοικοδόμηση και την αποκατάσταση της ασφάλειας στη Γάζα».
Τόνισε, τέλος, πως οι επτά συμμετέχουσες χώρες στέλνουν από κοινού ένα σαφές μήνυμα υπέρ της σταθερότητας και κατά της υπονόμευσης της ειρηνευτικής διαδικασίας. «Δεν υπάρχει χώρος για προσχήματα και ψευδείς αιτιολογίες. Η βούληση των Παλαιστινίων πρέπει να γίνει σεβαστή», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Τούρκος υπουργός δήλωσε ότι η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή είναι εφικτή μόνο με την πλήρη εφαρμογή της λύσης των δύο κρατών, «εντός του γεωγραφικού χώρου των συνόρων του 1967 με πρωτεύουσα (σ.σ. του παλαιστινιακού κράτους) την Ανατολική Ιερουσαλήμ».
Κατά τη δήλωσή του, «το Ισραήλ ποτέ δεν αποδέχθηκε αυτό το πλαίσιο και δεν έδειξε καμία πρόθεση να το κάνει». Εκτίμησε δε ότι η συντριπτική πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας αποδέχεται αυτήν την άποψη.