Τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, ο Μέλβιλ έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 14 ετών και για να κερδίσει τα προς το ζην χρειάσθηκε να εργασθεί σε πλήθος επαγγέλματα, γύρισε τον κόσμο, έγινε φαλαινοθήρας, αιχμαλωτίστηκε στις νότιες θάλασσες και κρατήθηκε από μία φυλή κανιβάλων και απέδρασε, μέχρι που άρχισε να γράφει. Τα πρώτα του γραπτά, που αντλούσαν έμπνευση από τις προσωπικές του περιπέτειες, τον έκαναν σχετικά γνωστό. Όταν το 1851, όταν δημοσίευσε το «Μόμπι Ντικ», το έργο του πέρασε αρχικά απαρατήρητο. Έπρεπε να περιμένει πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν οι κριτικοί του 20ου αιώνα το αποθέωσαν ως έργο με μεγάλη σημειολογικό βάθος, με αποτέλεσμα το μυθιστόρημά και ο συγγραφέας του να ανέλθουν σε μεγαλύτερη περιωπή στο πάνθεον της λογοτεχνίας. Η εκατονταετηρίδα από τη γέννησή του, το 1919, στάθηκε η αφετηρία για την αναγέννηση του έργου του, ένα αληθινό Melville Revival, ενώ το αδημοσίευτο εν ζωή μυθιστόρημά του «Μπίλι Μπαντ» εκδόθηκε το 1924 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ωστόσο, στην εποχή του τα πράγματα για τον Μέλβιλ δεν εξελίχθηκαν ευνοϊκά. Οι κακοτυχίες που τον κατέτρεχαν τον έφεραν να εργάζεται ως άσημος επιθεωρητής των τελωνείων ως το 1866. Η ζωή τού συμπεριφέρθηκε με σκληρότητα, είδε έναν από τους γιούς του να αυτοκτονεί, το 1857, και πέθανε ξεχασμένος κι άσημος το 1899.
Ο ίδιος ο Μέλβιλ δεν θέλησε ποτέ να αναγνωσθεί ο Μόμπι Ντικ, ως μία αλληγορία για το καλό, ή το κακό. Η λευκή φάλαινα, που κυνηγά εμμονικά και παθιασμένα ο πλοίαρχος Έιχαμπ, πρόθυμος να θυσιάσει το πλήρωμα, το πλοίο του Pequod και την ίδια τη ζωή του, αντιπροσωπεύει τη μανία του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο. «Αυτό το άγνωρο πλάσμα είναι εκείνο που μισώ όσο τίποτε άλλο. Θέλω να πνίξω σε αυτό το μίσος μου», τόνιζε ο πλοίαρχος στο πλήρωμά του.
Εντελώς διαφορετικά είναι τα κίνητρα του «γραφέα Μπάρτλεμπι», του ιδιαίτερου αυτού διηγήματος, που συμπεριλαμβανόταν στην συλλογή «The Piazza Tales», του 1856. Μία παράξενη, υπαρξιακή, ιστορία, γραμμένη με την υπαινικτική απλότητα και την ανατροπή του όποιου ρεαλισμού των αφηγούμενων γεγονότων, που προαναγγέλλουν το ύφος ενός Κάφκα, ή ενός Ρόμπερτ Βάλζερ. Αφορά την αλλόκοτη συμπεριφορά ενός γραφέα, που μετά την εξωπραγματική παραγωγικότητα των πρώτων τριών ημερών στο δικηγορικό γραφείο, αρχίζει να αρνείται οποιαδήποτε άλλη εργασία του ανατίθεται, αναπέμποντας πεισματικά, αλλά χωρίς βία και επιθετικότητα, την αφοπλιστική φράση που έμελλε να γίνει κλασσική «Θα προτιμούσα να μην…»(I would rather not to…).
Ο Μπάρτλεμπι παντοτινά ενσαρκώνει την ανθρώπινη παραίτηση, τη στάση του ανθρώπου που νοιώθοντας ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα, αφήνει τα πράγματα αυτά να τον προσπεράσουν και «προτιμά να μην» κάνει τίποτα.