Η πυρκαγιά που κατέκαψε την Τετάρτη (26.11.2025) το συγκρότημα κατοικιών Wang Fuk Court — με τουλάχιστον 128 νεκρούς και σχεδόν 200 αγνοούμενους, η χειρότερη καταστροφή αυτού του είδους στο Χονγκ Κονγκ εδώ και πάνω από 70 χρόνια — φέρνει τις αρχές σε δύσκολη θέση. Οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι είχαν επανειλημμένα προειδοποιήσει για προβλήματα ασφάλειας, χωρίς ποτέ να εισακουστούν. Και τα πρώτα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι ίσως είχαν δίκιο.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024, οι κάτοικοι αυτού του συγκροτήματος στο Χονγκ Κονγκ είχαν καταγγείλει κινδύνους πυρκαγιάς που σχετίζονταν με τις εργασίες ανακαίνισης: σκαλωσιές από μπαμπού που περιέβαλλαν τους πύργους, προστατευτικά δίχτυα πιθανώς εύφλεκτα, καθώς και πλαστικά υλικά που είχαν τοποθετηθεί στις προσόψεις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παρά τις ανησυχίες αυτές, το υπουργείο Εργασίας είχε θεωρήσει μετά από εξέταση ότι τα υλικά ήταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές, διαβεβαιώνοντας ότι το «επίπεδο κινδύνου» παρέμενε χαμηλό, εφόσον αποφεύγονταν εργασίες όπως η συγκόλληση.




Ωστόσο, την Πέμπτη η αστυνομία του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε ότι τα εξωτερικά προστατευτικά — δίχτυα, μουσαμάδες, πλαστικές μεμβράνες — ενδέχεται να μην πληρούσαν τα πρότυπα πυρασφάλειας. Τρία άτομα που σχετίζονται με την εταιρεία Prestige Construction, η οποία είχε αναλάβει το έργο ανακαίνισης, συνελήφθησαν κατηγορούμενα για ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Σύμφωνα με τον Σιάνγκ Λιμίνγκ, ειδικό του Πολυτεχνείου του Χονγκ Κονγκ, ο τρόπος εξάπλωσης της πυρκαγιάς δεν αφήνει αμφιβολία: η φωτιά «ανέβηκε με αφύσικη ταχύτητα κατά μήκος των εξωτερικών κατασκευών προτού εισέλθει στα διαμερίσματα», ένας μηχανισμός παρόμοιος με την πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ στο Λονδίνο το 2017.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ένα έργο 42 εκατ. δολαρίων υπό επίβλεψη… αλλά χωρίς δράση
Η Prestige Construction, που είχε εξασφαλίσει τον Ιανουάριο του 2024 σύμβαση ύψους 330 εκατ. δολαρίων Χονγκ Κονγκ (42,4 εκατ. δολάρια), δεν απάντησε στα επανειλημμένα αιτήματα του Reuters. Επίσης, δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με τους τρεις συλληφθέντες εργαζομένους.
Το υπουργείο Εργασίας υπενθύμισε ότι είχε πραγματοποιήσει 16 επιθεωρήσεις μεταξύ Ιουλίου 2024 και Νοεμβρίου 2025, είχε ζητήσει έξι βελτιώσεις και είχε κινήσει τρεις διώξεις κατά της εταιρείας, χωρίς όμως να διευκρινίσει ποιες ήταν αυτές ή αν είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Το γραφείο διαχείρισης του συγκροτήματος δεν έδωσε καμία απάντηση.
Ραγδαία εξάπλωση: μέσα σε τέσσερις ώρες, επτά πύργοι στις φλόγες
Οι πυροσβέστες έλαβαν την πρώτη ειδοποίηση στις 14:51. Πέντε λεπτά αργότερα, η πρόσοψη ήδη φλεγόταν. Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα, οι σκαλωσιές είχαν τυλιχθεί στις φλόγες, η πυρκαγιά εισήλθε στα διαμερίσματα και εξαπλώθηκε από πύργο σε πύργο.
Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες, επτά από τους οκτώ πύργους των 32 ορόφων είχαν καεί.
Το έργο των διασωστών δυσχέρανε ένας πυκνός, τοξικός καπνός, που καθιστούσε δύσκολη την πρόσβαση στους υψηλότερους ορόφους. Περίπου 4.600 κάτοικοι χρειάστηκε να απομακρυνθούν άμεσα.
Ένα κρίσιμο υλικό: η εύφλεκτη μόνωση από αφρό
Η αστυνομία εντόπισε στο σημείο ένα είδος αφρώδους υλικού που ενδέχεται να συνέβαλε στην ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024, ένας κάτοικος είχε δημοσιεύσει σε ομάδα του Facebook φωτογραφίες από κομμάτια αφρού που είχαν πιάσει φωτιά, προειδοποιώντας για την «επικινδυνότητα της μόνωσης των παραθύρων». Η διαχείριση δεν είχε απαντήσει.
Το συγκεκριμένο υλικό «καίγεται πολύ γρήγορα και παράγει πυκνό, τοξικό καπνό», δήλωσε στο Reuters ο Τσάου Σε Κιτ, επικεφαλής του συνδικάτου εργαζομένων στην κατασκευαστική βιομηχανία. «Το ερώτημα είναι σαφές: η ομάδα διαχείρισης εξέτασε ποτέ αυτόν τον κίνδυνο;»
Εγγραφα που εξέτασε το Reuters δείχνουν ότι οι κάτοικοι είχαν εκφράσει ανησυχίες και για άλλα κρίσιμα σημεία: γηρασμένες σωληνώσεις νερού για τα συστήματα πυρόσβεσης, εξοπλισμό κατά της φωτιάς που χρειαζόταν αντικατάσταση, προβληματικούς συναγερμούς, και πιθανά μη συμμορφούμενους ηλιακούς συλλέκτες στις στέγες.
Δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν λήφθηκαν μέτρα: ούτε η διοίκηση ούτε η εταιρεία απάντησαν στο Reuters.
Οργή σε μια τραυματισμένη κοινότητα
Για πολλούς κατοίκους, η τραγωδία ήταν προαναγγελθείσα. Ο Τόμι Άου Γουάι-τσι εξήγησε ότι η αφρώδης μόνωση που είχε τοποθετηθεί στα παράθυρα εμπόδιζε τους ηλικιωμένους γονείς του να δουν τις φλόγες: «Δεν κατάλαβαν ότι υπήρχε πυρκαγιά μέχρι που τους τηλεφώνησα».
Άλλοι, όπως ο Κρις Γουόνγκ — που ακόμη αναζητά τη μητέρα του, 72 ετών —, καταγγέλλουν συστημική αποτυχία: «Υπάρχουν νόμοι. Αλλά εφαρμόζονται πραγματικά; Ελέγχουν οι αρχές την ποιότητα των υλικών και την ασφάλεια των έργων; Αμφιβάλλω.»
Καθώς οι επιχειρήσεις διάσωσης συνεχίζονται και ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται, η σύγκριση με την πυρκαγιά του Πύργου Γκρένφελ στο Λονδίνο το 2017 επανέρχεται ολοένα και συχνότερα στα μέσα ενημέρωσης. Και μαζί της το βασικό ερώτημα: πόσα προειδοποιητικά σημάδια χρειάζονται πριν ληφθούν μέτρα;