Υποχώρησε σήμερα το ευρώ έναντι του δολαρίου. Το απόγευμα το ευρωπαϊκό νόμισμα διαπραγματευόταν στα 1,3287 δολάρια έναντι 1,3388 δολ. που έκλεισε αργά το βράδυ της περασμένης Παρασκευής στην αγορά της Νέας Υόρκης.
Η πτώση του ευρώ αποδίδεται στις ανησυχίες της αγοράς για τα αποτελέσματα που θα έχει η διήμερη σύνοδος των υπουργών οικονομικών της Ε.Ε που ξεκίνησε σήμερα στις Βρυξέλλες. Οι πιέσεις για το ευρώ εντάθηκαν μετά την δήλωση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Wolfgang Schaeuble ο οποίος εκτίμησε ότι δεν υφίσταται άμεση ανάγκη αύξησης των κονδυλίων που θα διατεθούν για τον Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (το περίφημο Ταμείο ΕFSF).
O ίδιος μιλώντας σε γερμανικό ραδιόφωνο υποστήριξε ότι δεν απαιτείται η άμεση ανάληψη δράσης από μέρους της Ε.Ε για να αναχαιτίσει το νέο κύμα της κρίσης Χρέους που πλήττει την ευρωζώνη. Επίσης, η δήλωση του διοικητή της Τράπεζας Κύπρου Αθ. Ορφανίδη, ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να σταματήσει να αγοράζει ευρωπαϊκά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, στην περίπτωση που εξουσιοδοτηθεί ως προς τούτο το ΕFSF, προκάλεσε ανησυχία στους επενδυτές, εντείνοντας τις απώλειες του ευρώ.
Στο μεταξύ ο νομπελίστας οικονομολόγος Robert Mundell υποστήριξε μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, ότι οι πλέον ισχυρές και πλούσιες χώρες τις ευρωζώνης, οφείλουν να δανείσουν περισσότερα στις χώρες που κινδυνεύουν.
Στην εγχώρια αγορά ομολόγων η συναλλακτική δραστηριότητα στο ΗΔΑΤ διαμορφώθηκε στα 12 εκατ.ευρώ. Εξαυτών τα 6 εκατ.ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς και τα υπόλοιπα 6 εκατ. ευρώ σε εντολές πώλησης.
Η μεγαλύτερη συναλλακτική δραστηριότητα καταγράφηκε στο 5ετές ομόλογο λήξεως 20,08,15 με 7 εκατ. ευρώ και στο τριετές ομόλογο λήξεως 20,03,12 με 2 εκατ. ευρώ Το περιθώριο στο κλείσιμο της αγοράς διευρύνθηκε στο 8,06% από το 7,84% που είχε υποχωρήσει νωρίτερα, με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να διαμορφώνεται στο 11,09% έναντι 3,03% του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου.
Στη διατραπεζική αγορά τα επιτόκια στις περισσότερες διάρκειες δεν σημείωσαν αξιόλογη μεταβολή. Ενδεικτικά, το επιτόκιο στη διάρκεια του ενός έτους κυμαίνονταν στο 1,50% στη διάρκεια των 9 μηνών στο 1,37% στο εξάμηνο στο 1,22% το τρίμηνο στο 0,9% και ο μήνας στο 0,75%.