Πέμπτη, 28 Μαρ.
22oC Αθήνα

Αφγανιστάν: Πώς έξι πρώην συμμαθητές από την Ευρώπη και την Ασία φυγάδευσαν τη φίλη τους

Αφγανιστάν: Πώς έξι πρώην συμμαθητές από την Ευρώπη και την Ασία φυγάδευσαν τη φίλη τους

Μια ιδιαίτερα συγκινητική ιστορία με τις αγωνιώδεις προσπάθειες μιας οικογένειας από το Αφγανιστάν που προσπαθούσε να εγκαταλείψει την Καμπούλ, παρουσιάζει η εφημερίδα Australian Financial Review. Έξι φίλοι που ζούσαν σε διάφορα μέρη στην Ευρώπη και την Ασία κίνησαν γη και ουρανό για να βοηθήσουν τη φίλη τους και την οικογένεια της να διαφύγουν. 

Οι έξι φίλοι είχαν γνωριστεί στο United World College (UWC) στο Μόσταρ της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Εκεί γνώρισαν και την Χασίν Φάτιμα Αμίνι. Όταν έγινε σαφές στις αρχές Αυγούστου ότι οι Ταλιμπάν έπαιρναν τον έλεγχο στο Αφγανιστάν, η Αμίνι ζήτησε βοήθεια από τους φίλους της.

Γεννημένη στη μειονότητα των Χαζάρα του Αφγανιστάν, η Αμίνι είναι υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Η 19χρονη είναι σιίτισσα μουσουλμάνα, έχει σπουδάσει στο εξωτερικό, έχει εργαστεί εθελοντικά στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Καμπούλ και έχει επικρίνει δημοσίως τους Ταλιμπάν. Νωρίτερα φέτος, η Αμίνι και ο 17χρονος αδελφός της απέκτησαν βίζα για το Πακιστάν, αλλά, όπως όλοι οι άλλοι, αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα της προέλασης των Ταλιμπάν.

Πριν από δύο εβδομάδες, το Σάββατο 14 Αυγούστου, το νεαρό κορίτσι, ζήτησε βοήθεια. Η Λόλα Σουίνι στη Σιγκαπούρη, η Λέα Κασούτσι στην Ιταλία και ο Κάρλος Βαλβέρντε στην Ισπανία, οι οποίοι τελείωσαν το σχολείο νωρίτερα φέτος, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της. Το ίδιο έκαναν και ο Πάμπλο Σαμπαλιέ στη Γαλλία, ο Ντέιβιντ Μπάσλεϊ στη Γερμανία και ο Ματζ Μις στη Σλοβενία, ο οποίος αποφοίτησε πρόπερσι.

Η πρώτη τους προσπάθεια ήταν να συγκεντρώσουν αρκετά χρήματα-μέσω crowdfunding- για να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια για την φίλη τους, με προορισμό το Πακιστάν. Αγόρασαν τέσσερα εισιτήρια, αλλά οι συνθήκες επιδεινώθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Ήταν σαφές ότι οι Ταλιμπάν επρόκειτο να καταλάβουν την Καμπούλ πολύ πιο γρήγορα από ό,τι πίστευε κανείς. Την επόμενη ημέρα, την Κυριακή, η ομάδα προέτρεψε την οικογένεια – την Αμίνι, τη μητέρα της και τα δύο μικρότερα αδέλφια της – να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και να πάνε στην Καμπούλ, 30 χιλιόμετρα μακριά.

Καθώς το ταξί έμπαινε στην πόλη, η Αμίνι είδε ανθρώπους να βγάζουν selfies με τους Ταλιμπάν. Πιο κοντά στο αεροδρόμιο, οι Βρετανοί στρατιώτες τους έδιωξαν. Δεν υπήρχε διέξοδος. Οι φίλοι προσπαθούσαν να βρουν μια λύση μέσω του WhatsApp. Είπαν στην φίλη τους ότι έπρεπε να μείνει κοντά στο αεροδρόμιο. Η οικογένεια πήγε στον θείο της, ο οποίος ζούσε κοντά. Λίγες ώρες αργότερα, τα αεροπορικά εισιτήρια ακυρώθηκαν. Δεν θα υπήρχαν άλλες εμπορικές πτήσεις από την Καμπούλ.

Τις επόμενες ημέρες, οι έξι φίλοι εξέταζαν κάθε στοιχείο, κάθε επαφή και αξιοποιούσαν το εκτεταμένο παγκόσμιο δίκτυο του UWC. Προσπαθούσαν να καθησυχάσουν την Αμίνι, λέγοντάς της ότι το αεροδρόμιο θα ξανανοίξει κι ότι έπρεπε να παραμείνει αισιόδοξη.

Έκαναν δύσκολες συζητήσεις. Μήπως τα χερσαία σύνορα με το Πακιστάν ήταν η καλύτερη επιλογή; Θα μπορούσαν να ζητήσουν από την Αμίνι και τον 17χρονο αδελφό της που είχαν βίζα και ισχύοντα διαβατήρια για τη χώρα αυτή, να αφήσουν πίσω τη μητέρα τους και τον άλλο αδελφό τους; Το κορίτσι το συζήτησε με την οικογένειά της. Συμφώνησαν ότι αν μπορούσε να φύγει, θα έπρεπε να το κάνει, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι θα άφηνε πίσω τους άλλους.

«Οι φίλοι μου είναι διαμάντια», δήλωσε η Αμίνι σε συνέντευξή της -μέσω Zoom- στην εφημερίδα Australian Financial Review, παρέα με όλη την ομάδα, ο καθένας και η καθεμία στις αντίστοιχες πόλεις τους.

Η παρέα κατάφερε να εξασφαλίσει μια επιστολή από έναν Γάλλο υπουργό, η οποία επέτρεπε την άμεση είσοδο της Αμίνι και της οικογένειάς της στη Γαλλία. Το αεροδρόμιο άνοιξε και πάλι, κατά κάποιο τρόπο, για τους Αφγανούς πολίτες.

Την Τρίτη 17 Αυγούστου η ομάδα αποφάσισε, συλλογικά, να στείλει την Αμίνι πίσω στο αεροδρόμιο. Μέχρι εκείνη την ώρα, οι Ταλιμπάν είχαν στήσει ελέγχους από τους οποίους έπρεπε να περάσουν όλοι. Καθώς πάλευαν να περάσουν, η Αμίνι, ο μικρός της αδελφός και η μητέρα της, δέχθηκαν επίθεση από τους Ταλιμπάν.

Η οικογένεια κατάφερε με κάποιο τρόπο να περάσει μέχρι την Πράσινη Ζώνη του αεροδρομίου, όπου βρισκόταν ο ξένος στρατός. Οι αμερικανικές, ολλανδικές, πολωνικές και γερμανικές αρχές φώναζαν ονόματα. Η Αμίνι πίστευε ότι θα ερχόταν και η σειρά της οικογένειάς της. Αυτή η ελπίδα κατέρρευσε όταν ένας Αμερικανός στρατιώτης αποκάλυψε ότι η επιστολή του Γάλλου υπουργού δεν ήταν αρκετή. Τα ονόματα της οικογένειάς της δεν υπήρχαν σε κανέναν από τους καταλόγους επιβίβασης.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε. Οι στρατιώτες των Ταλιμπάν άρχισαν να πυροβολούν, πρώτα στον ουρανό και στη συνέχεια στο πλήθος. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Η Αμίνι είδε παιδιά να ποδοπατιούνται μέσα στον πανικό. Οι φίλοι της παρακολουθούσαν τρομοκρατημένοι τις ειδήσεις που μεταδίδονταν από το αεροδρόμιο. Τελικά, η οικογένεια επέστρεψε στο σπίτι του θείου της και το κορίτσι εκμυστηρεύτηκε στους φίλους της ότι «τα μάτια της πονούσαν όταν έβλεπε παιδιά να πεθαίνουν μπροστά της». Εκείνη τη νύχτα έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί σε κοντινή απόσταση. Η κατάσταση ήταν απελπιστική για όσους αναγκάστηκαν να γίνουν μάρτυρες της βίας και του τρόμου.

Την επόμενη μέρα, φοβούμενοι ότι οι Ταλιμπάν θα εισέβαλαν στο σπίτι του θείου της, η Αμίνι και η οικογένειά της επέστρεψαν στο σπίτι τους. Οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει καταστήματα και υπηρεσίες. Οι τιμές για την τηλεφωνική πίστωση και τα τρόφιμα είχαν εκτοξευθεί στα ύψη. Οι φίλοι προσπάθησαν να στείλουν περισσότερα χρήματα, αλλά όλα τα εμβάσματα προς το Αφγανιστάν είναι πλέον μπλοκαρισμένα. Εκείνο το βράδυ η ομάδα έλαβε ένα μήνυμα της Αμίνι που έλεγε ότι θα πήγαινε για ύπνο πεινασμένη.

Παρόλα αυτά, οι φίλοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους. Ακόμα και αν φτάναμε σε αδιέξοδο, συνεχίζαμε να πιέζουμε με την ελπίδα ότι κάτι θα βγει από αυτό», είπε η Λόλα Σουίνι στην ομαδική συνέντευξη.

«Θέλαμε να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα. Δε μας ενδιέφερε να κοιμηθούμε. Το θέμα ήταν να βοηθήσουμε κάποιον που είχε πραγματικά ανάγκη να φύγει από το Αφγανιστάν», πρόσθεσε.

Η ομάδα στήριξε ο ένας τον άλλον, πρόσθεσε ο Ντέιβιντ Μπασλεϊ από τη Γερμανία. «Ο καθένας από εμάς ένιωσε κάποια στιγμή ότι όλο αυτό ήταν αδύνατο, αλλά πάντα σηκώναμε ο ένας τον άλλον. Χάρη σε όλη αυτή τη δουλειά, έγινε αυτό το θαύμα».

Την Πέμπτη 19 Αυγούστου επικοινώνησε μαζί τους ένας Ευρωπαίος βουλευτής που υπερασπίζεται εδώ και καιρό τα θύματα της τρομοκρατίας. Η ισπανική κυβέρνηση, με την οποία είχε επικοινωνήσει ο βουλευτής, τον είχε ενημερώσει ότι η Αμίνι ήταν πλέον στη λίστα της και ότι θα λάμβανε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την ημερομηνία της πτήσης της.

Τρεις ημέρες αργότερα, την Κυριακή 22 Αυγούστου, έφτασε το μήνυμα. «Πείτε στην ίδια και την οικογένειά της να έρθουν στην πύλη φορώντας κόκκινα και κίτρινα κασκόλ και να φωνάζουν ‘Ισπανία’ όταν θα βρίσκονται κοντά οι στρατιώτες», έλεγαν οι οδηγίες. Ήταν ξαφνικά σαφές ότι η Ισπανία θα δεχόταν όχι μόνο την Αμίνι αλλά και τα δύο αδέλφια της και τη μητέρα της. Ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα. Αλλά πρώτα έπρεπε να βγουν έξω από το Αφγανιστάν.

Ένας Αμερικανός υποσχέθηκε να οργανώσει τη μεταφορά της οικογένειας και να την παραλάβει από το σπίτι της. Όμως η ώρα περνούσε και δεν είχε επικοινωνήσει μαζί τους. Έτσι, η ομάδα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έστειλε την Αμίνι και την οικογένειά της στο αεροδρόμιο για τρίτη φορά.

Η οικογένεια θα έπρεπε να δώσει στο ταξί σχεδόν όλα τα χρήματα που τους είχαν απομείνει. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο στις 11 το πρωί, επικρατούσε χάος. Περίπου 12 ώρες αργότερα, η ομάδα έλαβε νέα από την φίλη τους. Η οικογένεια έπρεπε να περάσει από τρία σημεία που έλεγχαν οι Ταλιμπάν, το Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν (IS-K) και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά από δύο ώρες, η οικογένεια πέρασε από το πρώτο σημείο ελέγχου και στη συνέχεια ακολούθησε άλλη μια δίωρη αναμονή μέχρι το επόμενο. Η Αμίνι παρατηρούσε τρομοκρατημένη τους Ταλιμπάν – μερικοί από αυτούς ήταν και μεθυσμένοι – και το IS-K να χτυπούν ανθρώπους. Η ομάδα την εκλιπαρούσε να είναι προσεκτική και να μην χρησιμοποιεί το τηλέφωνό της. Νωρίς το πρωί της Δευτέρας η οικογένεια είχε καταφέρει να περάσει το τελευταίο σημείο ελέγχου, όπου βρισκόταν το IS-K. Με τη βοήθεια αμερικανικών και καναδικών επαφών που είχαν κάνει οι φίλοι της, καθώς και των ισπανικών εγγράφων, η οικογένεια έλαβε την άδεια να επιβιβαστεί σε ένα ισπανικό στρατιωτικό αεροπλάνο.

Τελικά, μετά από πολλές ώρες αγωνιώδους αναμονής, οι φίλοι έλαβαν μια φωτογραφία της οικογένειας από το αεροπλάνο. Ήταν Τρίτη 24 Αυγούστου περίπου στις 3 π.μ. Αργότερα την ίδια μέρα η οικογένεια έφτασε στη Μαδρίτη. Η οικογένεια της Αμίνι άφησε τη χώρα της, τους φίλους της, όλα όσα γνώριζε και ζήτησε άσυλο στην Ισπανία.

Σήμερα, οι φίλοι της κάνουν και πάλι έρανο. Αυτό που τους δίδαξε αυτό, λέει ο Μπάσλεϊ, ήταν ότι κάθε πρόσφυγας έχει μια ιστορία. «Αυτή είναι η ιστορία τους».

Η Αμίνι ελπίζει να σπουδάσει ξανά σύντομα. «Αναρωτιέμαι γιατί κατάφερα να σωθώ. Πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω αυτούς που έμειναν πίσω, ειδικά τις γυναίκες και τα παιδιά. Όσοι φύγαμε, θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά, να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας, τις οικογένειές μας και τον λαό του Αφγανιστάν, ώστε μια μέρα να δείξουμε ότι έχουμε τη δύναμη να διοικήσουμε τη χώρα. Ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον υπάρξει γυναίκα πρόεδρος του Αφγανιστάν», καταλήγει η Αμίνι.

Με πληροφορίες από ΕΡΤ

Κόσμος Τελευταίες ειδήσεις