Τέλος στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας για το ντονέρ, φαίνεται να μπήκε μετά την είδηση ότι η Άγκυρα, απέσυρε την πρότασή της προς την ΕΕ να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες για την παρασκευή του ντονέρ κεμπάπ.
Η Τουρκία, είχε μπει για τα καλά στη μάχη, θέλοντας να θεσπιστούν αυστηροί κανόνες για την παρασκευή του ντονέρ κεμπάπ, με πολλούς περιορισμούς στα υλικά αλλά και τον τρόπο παρασκευής, κάτι που θα επηρέαζε πολύ τη Γερμανία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η Άγκυρα, απέσυρε την πρότασή της προς την ΕΕ για την ετικέτα «Εγγυημένη Παραδοσιακή Ιδιαιτερότητα» η οποία ως στόχο είχε να ξαναγυρίσει η πατροπαράδοτη συνταγή της Τουρκίας, για την παρασκευή του εδέσματος, αναφέρει το BBC.
Η τουρκική πρόταση ζητούσε ενιαίους κανόνες, όπως:
- χρήση μόνο βοδινού άνω των 16 μηνών, αρνιού άνω των 6 μηνών ή κοτόπουλου (στήθος και μπούτι),
- απαγόρευση γαλοπούλας και μοσχαρίσιου κρέατος,
- πάχος κομματιών 3–5 χιλ.,
- συγκεκριμένο είδος μαχαιριού και έλεγχο στις μαρινάδες.
Η γερμανική βιομηχανία ντονέρ θα επηρεαζόταν περισσότερο, καθώς το ντονέρ στη Γερμανία έχει εξελιχθεί σε δικό του είδος, διαφορετικό από την παραδοσιακή τουρκική εκδοχή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι τουρκικές αρχές υποστήριξαν ότι το ντονέρ είναι εθνικό τους πιάτο, με τους Γερμανούς αξιωματούχους να απαντούν πως η δική τους εκδοχή αποτελεί πλέον μέρος της γερμανικής κουζίνας και έτσι άνοιξαν έναν άτυπο πόλεμο.
Στη Γερμανία, το ντονέρ συνήθως περιλαμβάνει μοσχάρι, ψωμί τύπου πίτα, λαχανικά (π.χ. κόκκινο λάχανο, πίκλες, κρεμμύδι) και σάλτσες, κάτι που θεωρείται ευρωπαϊκή παραλλαγή.
Η τουρκική ομοσπονδία δεν διαβουλεύτηκε με τη γερμανική βιομηχανία, η οποία αντέδρασε με στήριξη και από την κυβέρνηση. Ο πρώην υπουργός Γεωργίας της Γερμανίας, Τζεμ Οζντεμίρ, τόνισε ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να απολαμβάνει το ντονέρ όπως θέλει και πως «το ντονέρ ανήκει στη Γερμανία».
Στη Γερμανία ζουν πάνω από 1,5 εκατ. Τούρκοι πολίτες και σχεδόν άλλοι τόσοι τουρκικής καταγωγής. Περίπου 60.000 άνθρωποι εργάζονται στον κλάδο, που παράγει 400 τόνους ντονέρ την ημέρα. Οι πωλήσεις στην Ευρώπη φτάνουν τα 3,5 δισ. ευρώ τον χρόνο, εκ των οποίων τα 2,4 δισ. στη Γερμανία.
Η τουρκική πλευρά απέσυρε τελικά την αίτησή της στις 23 Σεπτεμβρίου, καθώς είχε δεχθεί πολλές αντιρρήσεις και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτως ή άλλως κατευθυνόταν σε απόρριψη.