Όπως αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία του, ο φίλος και σύμβουλός της, ο Λόρδος Μπελ, η πρωθυπουργός της Βρετανίας διοργάνωνε “φρικτά πάρτι”, στα οποία απαγορεύονταν τα δώρα, το κάζουαλ ντύσιμο, τα παιχνίδια και τα παιδιά.
“Ήταν διασκεδαστικό; Ήταν χαρούμενο; Φυσικά όχι”, γράφει στην αυτοβιογραφία του “Right or Wrong” (Σωστό ή Λάθος) και συνεχίζει: “Ήταν άκρως… παραδοσιακό και ευγενικό σε σημείο που καταντούσε φρικτό. Δεν υπήρχαν καθόλου δώρα – τα δώρα δεν ήταν μέρος των Χριστουγέννων, απαγορεύονταν τα ανοιχτά πουκάμισα και τα… παιδιά, εκτός από τη χρονιά που είχαμε την -τριών μηνών- Ντέζι και ήταν πολύ μικρή για να την αφήσουμε σπίτι. Συνεπώς, έπρεπε να της πάρω την άδεια, για να την έχουμε μαζί μας”.
Όπως ο ίδιος γράφει, οι προσπάθειες του συζύγου της Θάτσερ, Ντένις, ο οποίος ήταν “πάντα γεμάτος χαρά και όρεξη για ζωή”, έπεφταν στο κενό. Μάλιστα, όποιος έφτανε νωρίς στο πάρτι, προτιμούσε να κάνει βόλτες με το αυτοκίνητο, διότι “κανείς δεν ήθελε να φτάσει πρώτος”.
Το πιο σημαντικό γεγονός της ημέρας των Χριστουγέννων ήταν ο λόγος της βασίλισσας στις 2.45, όταν απαιτούταν η απόλυτη ησυχία.
“Δεν μπορούσες να μιλήσεις, να βήξεις. Δεν μπορούσες να κουνηθείς. Έπρεπε να είσαι σε μία βολική στάση, γιατί αν τολμούσες να κουνηθείς μια φορά, (η Θάτσερ) σου έριχνε ένα δολοφονικό βλέμμα.
Ποτέ δεν έκανε κριτική στη βασίλισσα, αλλά πάντα συνήθιζε να κάνει ένα σαρκαστικό σχόλιο στο τέλος: Ω θέε μου, πάλι θα στενοχωρηθεί για τους φτωχούς”.
ΠΗΓΗ: INDEPENDENT