Ο πρώην αλεξιπτωτιστής που κατηγορούταν για τη δολοφονία δύο πολιτών πριν από 53 χρόνια, στη διάρκεια της Bloody Sunday, στη Βόρεια Ιρλανδία, μιας από τις πιο «σκοτεινές» μέρες στην ιστορία της χώρας, κρίθηκε σήμερα, Πέμπτη (23/20/2025), αθώος από το δικαστήριο.
Ο Στρατιώτης F, τον οποίο φωνάζουμε έτσι καθώς το όνομα του δεν αποκαλύφθηκε ποτέ για νομικούς λόγους, κατηγορούταν για τη δολοφονία των Τζέιμς Ρέι και Γουίλιαμ ΜακΚίνι στην πλέον αποκαλούμενη «Bloody Sunday», κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μετά τη διαδήλωση που γινόταν για τα πολιτικά δικαιώματα στις 30 Ιανουαρίου 1972 στο Λοντοντέρι της Βόρειας Ιρλανδίας, που είναι επίσης γνωστό και ως Ντέρι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο αλεξιπτωτιστής αθωώθηκε επίσης για πέντε απόπειρες δολοφονίας στο Δικαστήριο του Μπέλφαστ την Πέμπτη, ενώ ο ίδιος είχε αρνηθεί και τις επτά κατηγορίες. Ο Στρατιώτης F δεν κατέθεσε στο δικαστήριο, ωστόσο ακούστηκαν οι καταθέσεις δύο άλλων αλεξιπτωτιστών, γνωστών ως G και H, οι οποίοι βρίσκονταν στον τόπο που σημειώθηκαν τα επεισόδια, μαζί με τον F.
Οι αρχές υποστήριξαν ότι οι καταθέσεις τους ήταν άμεσο αποδεικτικό στοιχείο πως ο κατηγορούμενος είχε ανοίξει πυρ στην περιοχή. Ωστόσο, η υπεράσπιση του υποστήριξε ότι οι δύο μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι, καθώς οι δηλώσεις τους ήταν αντιφατικές μεταξύ τους, καθώς και σε σχέση με όσα είχαν καταθέσει άλλοι μάρτυρες.
Η δίκη, που ξεκίνησε στις 15 Σεπτεμβρίου 2025, έγινε στο Μπέλφαστ ενώπιον του δικαστή. Παρουσιάζοντας την απόφασή του, ο δικαστής Πάτρικ Λιντς δήλωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν ήταν ανεπαρκή και δεν ήταν αρκετά για να στηρίξουν την καταδίκη του μετά από 53 χρόνια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η «αιματηρή» μέρα
Στις 30 Ιανουαρίου 1972, η πόλη Λοντοντέρι, η οποία είναι γνωστή και ως Ντέρι, πέρασε μία από τις πιο «μαύρες» ημέρες στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας.
Στρατιώτες του Τάγματος Αλεξιπτωτιστών άνοιξαν πυρ εναντίον διαδηλωτών για τα πολιτικά δικαιώματα στην περιοχή Μπογκσάιντ, η οποία ήταν, κυρίως, καθολική.
Δεκατρία άτομα σκοτώθηκαν και τουλάχιστον άλλα 15 τραυματίστηκαν. Η ημέρα αυτή έμεινε γνωστή ως «Bloody Sunday» και θεωρείται μία από τις πιο τραγικές μέρες στην ιστορία του «Περιοδικού Πολέμου» της Βόρειας Ιρλανδίας, ενός αιματηρού εμφυλίου που κράτησε δεκαετίες.
Τι οδήγησε στην «Bloody Sunday»
Πέντε μήνες πριν το αιματηρό περιστατικό, τον Αύγουστο του 1971, και υπό την βία και τις βομβιστικές επιθέσεις που τυραννούσαν τη Βόρεια Ιρλανδία, η κυβέρνηση είχε θεσπίσει ένα νέο νόμο που έδινε την εξουσία στις Αρχές να φυλακίζουν άτομα χωρίς δίκη, την «εσωτερική κράτηση» (internment), καθώς πίστευε πως αυτή ήταν η μοναδική λύση για την αποκατάσταση της τάξης.
Το πρωί της 30ης Ιανουαρίου 1972, περίπου 15.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Κρέγκαν του Ντέρι για να συμμετάσχουν σε πορεία για τα πολιτικά δικαιώματα.
Η πορεία οργανώθηκε με στόχο να διαμαρτυρηθούν κατά της εσωτερικής κράτησης. Ωστόσο, η τότε κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τέτοιες διαμαρτυρίες και στρατεύματα είχαν αναπτυχθεί για να τις ελέγξουν και να τις περιορίσουν.
Η πορεία ξεκίνησε λίγο μετά τις 15:00, με προορισμό το κέντρο της πόλης. Ωστόσο, οι στρατιωτικές οχυρώσεις προσπαθούσαν να δώσουν τέλος στην πορεία.
Ακολούθησαν συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτών και των νεαρών διαδηλωτών, με τους στρατιώτες να προχωρούν σε συλλήψεις.
Στις 16:00, οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν. Σύμφωνα με τα στρατιωτικά στοιχεία, 21 στρατιώτες πυροβόλησαν, εκτοξεύοντας 108 πραγματικές σφαίρες.
Χάος από τις αντιδράσεις
Η σφαγή προκάλεσε οργή όχι μόνο στο Ντέρι αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή. Η Βρετανική Πρεσβεία στο Δουβλίνο έπιασε φωτιά εξαιτίας από το πλήθος εξαγριωμένων πολιτών.
Την επόμενη ημέρα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διενεργηθεί έρευνα, την οποία θα ηγούνταν ο Λόρδος Γουίντζερι. Η έρευνα, γνωστή ως «Δικαστήριο Γουίντζερι», αθώωσε σε μεγάλο βαθμό τους στρατιώτες και τις βρετανικές αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη, αν και ο Γουίντζερι είπε πως οι αντιδράσεις των στρατιωτών ήταν «στα όρια της αμέλειας».
Οι οικογένειες των θυμάτων θεώρησαν την έρευνα ως απόπειρα συγκάλυψης και ξεκίνησαν μακροχρόνιο αγώνα για μια νέα δημόσια έρευνα.