Η χαμηλή αξιοποίηση στα διμερή συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρισμού αποτελεί διαχρονικά έναν από τους βασικούς λόγους για τις υψηλές τιμές χονδρικής στη χώρα μας.
Η διαπίστωση αυτή αποτελεί κοινό τόπο, τόσο των ειδικών του κλάδου, όσο και ευρωπαϊκών φορέων που παροτρύνουν τις ελληνικές αρχές να προωθήσουν τα συγκεκριμένα εργαλεία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Να σημειώσουμε ότι διμερή συμβόλαια (ή PPA) είναι οι συμβάσεις που υπογράφουν απευθείας οι παραγωγοί με τους μεγάλους καταναλωτές, δίχως να περνάει η ενέργεια μέσα από την αγορά. Οι δύο πλευρές συμφωνούν μεταξύ τους μια συγκεκριμένη τιμή πώλησης του ηλεκτρισμού και τη διάρκεια του συμβολαίου.
Σχετική έκθεση που αποτυπώνει το τοπίο στην Ευρώπη δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα ο ευρωπαϊκός ρυθμιστής ACER.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, καταγράφει την πρόοδο που έχει γίνει στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, όπου λειτουργεί πλέον μια πλατφόρμα για τα διμερή συμβόλαια. Έτσι, οι παίκτες της αγοράς είναι σε θέση, τουλάχιστον θεωρητικά, να ολοκληρώσουν πιο εύκολα τέτοιου είδους συμφωνίες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην πράξη, όμως, παραμένουν αρκετά εμπόδια που κρατάνε χαμηλά τη δραστηριότητα. Για παράδειγμα, απουσιάζει μια κρατική εγγύηση που θα καθιστούσε τα ΡΡΑ πιο ελκυστικά και ανταγωνιστικά.
Επιπλέον, η ζήτηση δεν ομαδοποιείται στα πλαίσια μιας ενιαίας δεξαμενής, ούτε υπάρχει επαρκής ρευστότητα. Αντίστοιχα, ο ACER εντοπίζει αργές και περίπλοκες αδιεοδοτικές διαδικασίες για την υλοποίηση νέων έργων ΑΠΕ, που αποτρέπουν τους παίκτες από την υπογραφή τέτοιων συμβολαίων.
Έστω και έτσι, υπάρχει σήμερα ένας αριθμός ΡΡΑ που έχουν συναφθεί και αφορούν κατά τα δύο τρίτα παραγωγούς με αιολικά πάρκα και κατά ένα τρίτο φωτοβολταϊκά. Η διάρκειά τους κυμαίνεται από 16 έως 20 έτη, ενώ στην πλευρά της κατανάλωσης εστιάζονται κατά κύριο λόγο στα κέντρα δεδομένων και τις υπηρεσίες.
Στο εξής, η πιθανή ανάπτυξη των κέντρων δεδομένων στην Ελλάδα με “καύσιμο” το Α.Ι. ενδέχεται να δώσει νέα πνοή στα διμερή συμβόλαια. Με βάση και τα όσα ακούστηκαν κατά τη Διατλαντική Σύνοδο, η επενδυτική όρεξη είναι υψηλή για τέτοιου είδους επενδύσεις.