Το Συνταγματικό Δικαστήριο στη Βοσνία ακύρωσε σήμερα (29/05/2025) πολλούς από τους αποσχιστικούς νόμους της Σερβικής Δημοκρατίας, η υιοθέτηση των οποίων τον περασμένο Φεβρουάριο προκάλεσε μια από τις σοβαρότερες πολιτικές κρίσεις στη χώρα, από το τέλος του πολέμου, το 1995.
Το κοινοβούλιο της σερβικής οντότητας (RS) υιοθέτησε τους νόμους, αντιδρώντας στην καταδίκη, από δικαστήριο του Σαράγεβο, του πολιτικού ηγέτη των Σέρβων στη Βοσνία, Μίλοραντ Ντόντικ επειδή δεν σεβάστηκε τις αποφάσεις του Ύπατου Αρμοστή, αρμοδιότητα του οποίου είναι η τήρηση της ειρηνευτικής συμφωνίας του Ντέιτον.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Ντόντικ καταδικάστηκε στις 26 Φεβρουαρίου σε φυλάκιση ενός έτους και απαγόρευση άσκησης δημόσιου αξιώματος για έξι χρόνια. Στη συνέχεια προέτρεψε το κοινοβούλιο της RS να εγκρίνει μια σειρά νόμων, με τους οποίους απαγορεύτηκε μεταξύ άλλων στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη του ομοσπονδιακού κράτους να έχουν λόγο στη σερβική οντότητα, δηλαδή στη μισή χώρα.
Μετά το τέλος του πολέμου (1992-95) η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι χωρισμένη σε δύο αυτόνομες οντότητες, την RS και την Κροατομουσουλμανική Ομοσπονδία που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κεντρικής κυβέρνησης.
Με το πέρασμα των ετών, οι αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης ενισχύθηκαν, εις βάρος των οντοτήτων και συχνά κατόπιν πιέσεων από τη Δύση. Έτσι, οργανώθηκαν η κεντρική αστυνομία και το κεντρικό δικαστικό σύστημα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το Συνταγματικό Δικαστήριο εξήγησε στην ανακοίνωσή του ότι οι νόμοι της RS «ακύρωναν (…) την κυριαρχία του κράτους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σε ένα τμήμα του εδάφους του». Επιπροσθέτως, η ανάληψη, από τις οντότητες, αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους «δεν αντίκειται στο Σύνταγμα» αλλά η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει μόνο από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο.
Ο Μίλοραντ Ντόντικ, ο οποίος ως πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας επικύρωσε αμφιλεγόμενους νόμους, καταζητείται από τον Μάρτιο από τις δικαστικές αρχές που θέλουν να τον ανακρίνουν στο πλαίσιο μιας υπόθεσης για «επίθεση στη συνταγματική τάξη».
Το Δικαστήριο ακύρωσε επίσης και τον νόμο της RS για το «ειδικό μητρώο» των μη κυβερνητικών οργανώσεων, που επέβαλε αυξημένη επιτήρηση της χρηματοδότησής όσων ΜΚΟ λαμβάνουν πόρους από το εξωτερικό, τις οποίες χαρακτήριζε «ξένους πράκτορες».
Στην απόφασή του αναφέρει ότι βασίστηκε σε μια αντίστοιχη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο ανέλυσε ένα «σχεδόν ταυτόσημο» νόμο της Ρωσίας και τον έκρινε αντίθετο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.