Ο Άρειος Πάγος απέρριψε αίτηση φαρμακαποθήκης, η οποία ζητούσε αποζημίωση, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς της, οι αρεοπαγίτες καθυστέρησαν να εκδώσουν απόφαση επί αγωγής της που αφορούσε την μη εξόφληση τιμολογίων πελάτη της.
Το Τμήμα αυτό του Αρείου Πάγου έκανε 3 χρόνια, ένα μήνα και 18 ημέρες, για να εκδώσει την απόφαση που αφορούσε την φαρμακαποθήκη, παρ΄ ότι η υπόθεση δεν είχε κάποιο δύσκολο ή πολύπλοκο νομικό ζήτημα.
Από τον Άρειο Πάγο κρίθηκε ότι δεν υπήρξε καμία υπέρβαση του χρόνου της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά την Ελληνική νομοθεσία, αλλά ούτε της χρονικής «λογικής προθεσμίας» που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, δεν δικαιούται αποζημίωση ο πολίτης- εκπρόσωπος φαρμακαποθήκης που τόσο χρόνια ταλαιπωρείται, χωρίς δική του υπαιτιότητα και ευθύνη.
Αναλυτικότερα, η υπόθεση της φαρμακαποθήκης συζητήθηκε στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου στις 3 Δεκεμβρίου 2018. Η διάσκεψη των δικαστών έγινε 16 μήνες μετά, στις 15 Απριλίου 2019 και δύο χρόνια μετά, στις 21 Ιανουαρίου 2022 δημοσιεύθηκε η επίμαχη απόφαση (όχι καθαρογραμμένη και θεωρημένη).
Ωστόσο, η φαρμακαποθήκη μέσω του δικηγόρου της Δημήτρη Αβαρκιώτη κατέθεσε αίτηση για δίκαιη ικανοποίησή της λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, σύμφωνα με το νόμο 4239/2014, διεκδικώντας το ποσό των 40.000 ευρώ.
Το ίδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ΄ αριθμ. 2/2023 απόφασή του, με πρόεδρο τον αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, απέρριψε την αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση των εκπροσώπων της φαρμακαποθήκης, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, επικαλούμενο ότι η καθυστέρηση έκδοση της απόφαση οφείλεται στην λήψη έκτακτων μέτρων λόγω κορονοϊού.
Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος αναφέρει ότι «τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, που αντιμετωπίστηκαν, ήταν απλώς και όχι ιδιαζόντως δυσχερή, ενώ η γενόμενη μετέπειτα της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, προσωρινή αναστολή των εργασιών των δικαστηρίων της χώρας, λόγω λήψεως εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορονοϊού (COVID-19) δημιούργησε για λόγους έκτακτους και μη προβλεπόμενους, κυρίως, μετά την άρση της προσωρινής αναστολής, συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων και στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου και τους υπηρετούντες δικαστές αυτού».
Τελικά, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «το δικαστήριο εκτιμώντας το σύνολο των περιστατικών της υποθέσεως, κρίνει ότι το ως άνω χρονικό διάστημα ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 5 παράγραφος 1 του νόμου 4239/2014 και παραλλήλως τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας» κατά την έννοια της ΕΣΔΑ».